Page 239 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 239

είπε με νόημα.
    «Έστω… θα ’θελα, αν μπορείς, να τους ζητήσεις να κανονίσουν το
  θέμα  με  τα  χρήματα  που  έχει  ο  πατέρας  μου  στις  τράπεζες  της
  Γένοβας».
    Του  εξήγησα  στα  γρήγορα  ό,τι  γνώριζα  για  τις  επενδύσεις  του
  συχωρεμένου του πατέρα αλλά και του παππού μου και πρόσθεσα:
    «Θα  χρειαστώ  χρήματα  για  τους  δικούς  μου.  Όσους  βρω
  ζωντανούς δηλαδή».
    «Καταλαβαίνω».
    «Θέλω να τους εξαγοράσω, αν χρειαστεί… Επιπλέον, θέλω να σε
  ξεπληρώσω για τη σωτηρία μου».
    «Καταρχήν για το δεύτερο που είπες… δε μου χρωστάς τίποτα».
    «Μα πρέπει κι εγώ να κάνω κάτι για σένα».
    «Χμ… ή μάλλον, ίσως…»
    «Παρακαλώ… μπορώ να κάνω κάτι;» ρώτησα πρόθυμα.
    «Τον βλέπεις εκείνον εκεί στην πόρτα;»
    Γύρισα  και  κοίταξα.  Ήταν  ένας  τύπος  αδύνατος,  σχεδόν
  ξερακιανός.  Τον  είχα  δει  πριν  από  ώρα,  όταν  μπήκα,  αλλά  δεν  του
  είχα δώσει σημασία. Καθόταν σ’ ένα γραφειάκι έχοντας μπροστά του
  ένα μάτσο χαρτιά, καθώς και μελάνι.
    «Του διηγούμαι την ιστορία της πολιορκίας, όπως την έζησα εγώ,
  κι εκείνος την καταγράφει. Σχεδόν έχουμε τελειώσει… νομίζω».
    «Λοιπόν;»
    «Θα δώσω εντολή να σου παραδώσει ένα αντίγραφο. Σίγουρα θα
  έχει, γιατί τα γράφει εις τριπλούν. Θέλω, εκεί που θα πας… πού είπες
  ότι θα πας μετά την Κωνσταντινούπολη;»
    «Δεν ξέρω… ίσως και στη Γένοβα. Εκεί ο πατέρας έχει περιουσία
  και…»
    «Θέλω  να  ξαναγράψεις  την  ιστορία  της  πολιορκίας  με  βάση  τις
  αναμνήσεις μου».
    Και το έκανα, πράγματι. Πολλά απ’ όσα θα διαβάσετε παρακάτω
  είναι  από  την  ιστορία  του  Ιουστινιάνη.  Και  είναι  τα  πραγματικά
  γεγονότα. Γιατί κατάφερα και τα διασταύρωσα από αναφορές άλλων,
  κυρίως Βενετών, που είχαν πολεμήσει και αυτοί στην Πόλη.
    «Σίγουρα  θα  πουν  πολλά  ψέματα  για  μένα»,  συνέχισε  ο
   234   235   236   237   238   239   240   241   242   243   244