Page 240 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 240

Ιουστινιάνης.
    «Δηλαδή;»
    «Έχω  ήδη  ακούσει  να  λένε  ότι  τάχα  εγώ  ήμουν  που  φώναξα
  “εάλω η Πόλις”».
    «Εσύ;» ρώτησα έκπληκτη.
    «Ναι. Κι ότι γι’ αυτό, ισχυρίζονται κάποιοι, μας πήραν τα τείχη οι
  εχθροί».
    Τον κοίταζα άφωνη τώρα.
    «Γιατί τάχα το άκουσαν αυτό οι υπερασπιστές κι όλοι έσπευσαν
  να εγκαταλείψουν τα τείχη… Όλα ψεύδη ασύστολα, αρχόντισσα. Εγώ
  ήμουν  αναίσθητος  κι  έχανα  αίμα  από  παντού.  Μου  είπαν  μετά  ότι
  σχεδόν  δεν  ανάσαινα.  Θα  είχα  τη  δύναμη  να  φωνάξω;  Ακόμα  και
  τώρα…»
    Άρχισε να βήχει. Τον βοήθησα να ανασηκωθεί και του έδωσα λίγο
  νερό.  Έκανα  νόημα  στην  υπηρέτρια  να  πάρει  όλα  τα  φαγητά  που
  είχαν  απομείνει.  Ύστερα  από  λίγο  ο  Ιουστινιάνης  ηρέμησε  και
  συνέχισε:
    «Τώρα μπορείς να πηγαίνεις. Θα… θα ικανοποιηθούν όλα σου τα
  αιτήματα».
    «Άρχοντα, δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω. Εγώ…»
    Έσκυψα  να  του  φιλήσω  το  χέρι.  Ήταν  μια  τεράστια  παλάμη  σε
  σχέση  με  τη  μικρούλα  δική  μου.  Τραχιά  από  μέσα,  γεμάτη  φλέβες
  από πάνω. Είχε κι ένα σκίσιμο σ’ ένα σημείο. Ήταν ολοφάνερα χέρι
  πολεμιστή,  ενός  άντρα  που  είχε  κοπιάσει  με  το  σπαθί,  κι  όχι  το
  απαλό και μαλθακό χέρι ενός γραφιά. Πρόσεξα ότι έτρεμε τώρα.
    Ο  Ιουστινιάνης  μου  κράτησε  για  λίγο  το  χέρι  και  μετά,  αφού
  χαμογέλασε αχνά, είπε:
    «Ευχαριστώ  το  Θεό,  Άννα,  που  με  αξίωσε  να  πολεμήσω  δίπλα
  στον  τελευταίο  αυτοκράτορα  των  Ρωμαίων,  χύνοντας  το  αίμα  μου
  στη  δοξασμένη  Πόλη,  και  επίσης  που  σήμερα  συνομίλησα  με  την
  τελευταία αυτοκράτειρα των Ρωμαίων».
    «Μα εγώ…»
    Δεν  μπόρεσα  να  ολοκληρώσω  τη  φράση  μου.  Με  πήραν  πάλι  τα
  δάκρυα μπροστά του.
    «Και  μπορώ  να  πω  ένα  πράγμα»,  συνέχισε.  «Ο  Κωνσταντίνος
   235   236   237   238   239   240   241   242   243   244   245