Page 287 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 287
Ο υπηρέτης έφυγε, και την επομένη ήρθε επιτέλους κι ο Σωτήριος.
«Καλώς όρισες! Πού εξαφανίστηκες;»
«Χαίρομαι που σε ξαναβρίσκω, κυρά», είπε και με αγκάλιασε.
«Κάτσε να πιεις κάτι».
Του πρόσφερα κρασί και του έβαλα και λίγο φαγητό κι ύστερα τον
παρατηρούσα καθώς έπινε και ψιλοτσίμπαγε. Σίγουρα δε μου
φαινόταν χαρούμενος.
«Συμβαίνει κάτι, Σωτήριε;» τον ρώτησα.
«Κυρά, προσπάθησα, αλλά…»
«Τον μικρό μου αδελφό τον βρήκες ή όχι;»
Έγνεψε καταφατικά.
«Άρα… ευχάριστα είναι τα νέα σου!» φώναξα, αλλά με
συγκρατημένη χαρά.
«Περίπου», είπε μουδιασμένος. «Άκου τι έγινε και κρίνε μόνη
σου».
Και μου τα είπε όλα. Αφού πλήρωσε αρκετά χρήματα, κατάφερε
να μπει στο χαρέμι, εκεί όπου φύλαγαν τα μικρά χριστιανόπουλα.
Λοιπόν βρήκε τον μικρό μου αδελφό. Εκεί έμαθε ότι του είχαν κάνει
περιτομή όπως σε όλα τα χριστιανόπουλα για να γίνουν
μουσουλμάνοι. Κατόπιν όλα τα παιδιά τα εκπαίδευαν, ώστε να
γίνουν καλοί μουσουλμάνοι και γενίτσαροι. Πάει να πει ότι στο εξής
θα μεγάλωναν με όλες τις ανέσεις. Κι αργότερα, μετά τα είκοσί τους,
θα έμπαιναν στην προσωπική φρουρά του σουλτάνου, αν ήταν
χεροδύναμα. Διαφορετικά θα γίνονταν ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι.
Τελικά ο Σωτήριος κατάφερε να δωροδοκήσει έναν αγά –εκατό
ολόκληρα χρυσά του έδωσε!– και μπήκε στο χώρο όπου γινόταν η
εκπαίδευση. Έδωσε επίσης αρκετό χρήμα για να καταφέρει να έρθει
σε επαφή με τον Ιάκωβο. Γιατί οι φρουροί και οι ευνούχοι γενικά δεν
άφηναν τους εκτός παλατιού να πλησιάσουν τα παιδιά. Και τότε
μίλησε, πρώτη και μοναδική φορά, με τον μικρό μας.
«Και τι σου είπε;» ρώτησα με αγωνία.
«Ότι τώρα πια πέρναγε καλά».
«Δηλαδή, σε θυμήθηκε;»
«Εννοείται. Μάλιστα κλάψαμε αρκετά για τις συμφορές που μας
βρήκαν εμάς τους Ρωμιούς και την κατάντια της αυτοκρατορίας μας.