Page 289 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 289
δικαιολογούσε; Είχε δίκιο».
«Νομίζεις;»
«Ναι. Εκεί μέσα έχει ό,τι θέλει. Δεν τα χρειάζεται τα χρήματα».
«Και δηλαδή… επιμένει;» ρώτησα ξανά.
Ο Σωτήριος έγνεψε καταφατικά.
Ήμουν πολύ στενοχωρημένη και μπερδεμένη από τα νέα που
πήρα. Κυριολεκτικά δεν ήξερα τι να κάνω.
Μα τελικά τόσο πολύ μας μισεί ο μικρός; Γιατί δε θέλει να τον
εξαγοράσουμε και να σμίξουμε και πάλι; Να γίνουμε ξανά οικογένεια,
όπως παλιά. Αν δίναμε δυο-τρεις χιλιάδες φλουριά, θα μπορούσαμε να
τον πάρουμε. Γιατί έδιωξε τον Σωτήριο; Μήπως ήταν βολεμένος
καλά εκεί μέσα;
Τον μικρό μας τον ήξερα πολύ καλά. Ήταν όλο μάσες, ξάπλες και
διάβασμα. Τίποτε άλλο. Δεν τον ενδιέφεραν τα κυνήγια, ο
αθλητισμός ή κάτι άλλο. Του άρεσε η χλιδή και η καλοπέραση. Αλλά
τώρα τι δουλειά είχε με τους Τούρκους; Και γιατί μας έδιωχνε με τον
τρόπο του;
Όλα αυτά γύρναγαν στο μυαλό μου και πολλά άλλα που είχαν
σχέση με τους Ρωμιούς. Γιατί, να πω και τούτο, ξαφνικά είχα την
αίσθηση ότι εγώ ήμουν η μόνη σύνδεση που είχαν με το παρελθόν
τους. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, ένιωθα ότι όφειλα να κάνω
πράγματα γι’ αυτούς κι ότι ήμουν το μόνο στήριγμά τους. Όμως ήταν
άραγε αλήθεια όλα αυτά ή απλώς φαντασιωνόμουν πράγματα για να
μπορέσω να αντέξω τον δικό μου πόνο για τους χαμένους
αγαπημένους μου; Το μέλλον σύντομα θα μου έδειχνε πόσο δίκιο
είχα.
Οι μέρες κύλαγαν σαν το νερό κι εγώ ήμουν στην τουρκεμένη
Πόλη πάνω από ένα μήνα. Είχαν συμβεί τόσα πράγματα, που πλέον η
ζωή μου είχε αλλάξει δραματικά. Παρά τη στενοχώρια που είχα πάρει
από τον μικρό μου αδελφό, όφειλα να συνέλθω γρήγορα και να
ασχοληθώ με χίλια δυο θέματα. Ένα από αυτά ήταν οι αιχμάλωτοι
που είχαν ζητήσει τη βοήθειά μου. Γιατί το είχα πάρει απόφαση να
το κάνω. Όλη τη δουλειά βέβαια την κανόνισαν οι τρεις άνθρωποί
μου χωρίς φασαρία. Δώσαμε στον Τούρκο αφέντη τους χίλια χρυσά
νομίσματα και εξαγόρασα τελικά σχεδόν 150 άτομα.