Page 292 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 292
αναγνωρίζουν ως βασίλισσα των Ρωμιών και με προσκύνησαν
γονατίζοντας μπροστά μου. Αφού μου έδωσαν τα συλλυπητήριά τους
για το χαμό του άντρα μου, του αυτοκράτορα, έφυγαν.
Εκείνες τις ημέρες πήρα και την τελική απόφαση για το τι θα
έκανα με τον χαμένο αγαπημένο μου, τον Μαρίνο Κονταρίνι. Γιατί
όσο κι αν έψαξα σε όλη την Πόλη, σε κάθε σκλαβοπάζαρο και σε
κάθε έμπορο που ασχολούνταν με αυτά τα θέματα, δεν κατάφερα να
τον εντοπίσω. Λοιπόν έδωσα από χίλια χρυσά νομίσματα στον
Μάρκο και τον Αλέξιο και τους είπα ότι δεν είχαν άλλη δουλειά στην
Πόλη. Τους έστειλα στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολίας. Ο Σωτήριος
είχε κανονίσει να τους προμηθεύσει με άδειες διέλευσης και
καταλόγους για τις τοποθεσίες όπου βρίσκονταν αυτά, καθώς και με
άλλα χρήσιμα στοιχεία. Έτσι, θα μπορούσαν να κινούνται ελεύθερα
στην Ανατολία σαν έμποροι, για να ψάξουν τον Μαρίνο.
Μετά, με βαριά καρδιά, είναι αλήθεια, πήρα τον Σερβόπουλο και
τον Σωτήριο και κατευθυνθήκαμε προς την Αδριανούπολη. Όταν
φτάσαμε… ναι, ήταν πια Μάρτης του 1454. Δουλειά μας πλέον ήταν
να βρούμε τις γυναίκες της οικογένειάς μου. Για τη μια, την Ελένη,
ήξερα ότι ήταν ακόμη στη θρακική πόλη Αίνος, δίπλα στον πεθερό
της, τον Γατελούζο. Ήταν χήρα και διέμενε εκεί από το 1449. Αλλά
οι υπόλοιπες αδελφές μου και η μάνα; Θα τις έβρισκα ζωντανές ή…
Αυτή η σκέψη και μόνο μ’ έκανε κομμάτια.
Ο Σωτήριος έψαξε και βρήκε ένα βολικό σπίτι με αρκετά
δωμάτια. Ιδιοκτήτης ήταν ένας καλός Τούρκος που δεν είχε
αντίρρηση να το νοικιάσει στον Τούρκο πλούσιο αξιωματούχο –
εννοώ τον Σωτήριο– που είχε έρθει στην πόλη με την ακολουθία του
για να εξαγοράσει δούλους.
Στη συνέχεια ο Σερβόπουλος και ο Σωτήριος άρχισαν να
αναζητούν τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Σε μια εβδομάδα πάνω-
κάτω τους είχαν εντοπίσει. Πλήρωσαν 2.000 χρυσά νομίσματα για τις
αδελφές μου, εννοώ τη Μαρία και τη Θεοδώρα –ήταν κι αυτές χήρες–
και για μερικές υπηρέτριές μας. Περιττό να πω πόσο μεγάλη ήταν η
χαρά μας. Είχαμε πέσει η μια στην αγκαλιά της άλλης και κλαίγαμε…
κι εγώ δεν ξέρω πόση ώρα! Βολευτήκαμε όπως όπως στο σπίτι και
λίγες μέρες αργότερα ο Σερβόπουλος μας έφερε και την Ελένη από