Page 294 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 294
χάνουν χρόνο στο δρόμο με κάτι τέτοια, οι άτιμοι…»
«Και… ο τάφος της;» ρώτησα. «Θα… θα με πάτε;»
«Για ποιο λόγο;» ρώτησε η Ελένη παραξενεμένη.
«Μα για να τη θάψουμε με κανονική ταφή», είπα και σκούπισα τα
μάτια μου με το μαντίλι μου.
«Πού να τη θάψουμε;»
«Σε κάποιο χωριό χριστιανών… Κάπου θα βρούμε».
Της εξήγησα το σχέδιό μου και τελικά αποφασίσαμε ότι αυτό
ήταν το πρέπον. Πράγματι, μια μέρα όλες οι αδελφές, μαζί και οι
έμπιστοί μου, πήγαμε και βρήκαμε τον τάφο της. Ήταν νύχτα και με
κάθε μυστικότητα την ξεθάψαμε και τη μεταφέραμε βιαστικά σε ένα
χριστιανικό νεκροταφείο, στο πιο κοντινό χωριό. Βρήκαμε έναν άδειο
τάφο κι αφού τον καθαρίσαμε, την κηδέψαμε χωρίς τα τυπικά της
χριστιανικής τελετής λόγω της περίστασης.
Σχεδόν μας βρήκε το ξημέρωμα στο δρόμο της επιστροφής.
Σκεφτόμουν την κακομοίρα τη μάνα μου και τα όσα είχε περάσει.
Λοιπόν νομίζω ότι είναι πρέπον, αν θέλετε και σαν μνημόσυνο, να
πω λίγα γι’ αυτήν. Η μητέρα μου η Ελπίδα ήταν μετρίου ύψους και
όχι ιδιαίτερα όμορφη. Πάντως το πιο όμορφο στοιχείο πάνω της για
το οποίο όλοι μίλαγαν ήταν τα πανέμορφα μπλε μάτια της, που
έμοιαζαν με τη θάλασσα. Ως προς την καταγωγή της ήταν από το
μεγάλο σόι των Παλαιολόγων. Βέβαια δεν εννοώ ότι ήταν πολύ
κοντινή συγγενής των αυτοκρατόρων. Εξάλλου οι Παλαιολόγοι είχαν
άπειρα παρακλάδια.
Η Ελπίδα ήταν περίεργος άνθρωπος. Απ’ τη μια της άρεσε η
πολυτέλεια, η ζωή στο παλάτι, ο πλούτος, τα μεταξωτά φορέματα,
τα στολίδια κι άλλα τέτοια –σημειωτέον ότι όταν έβγαινε έξω
«σήκωνε» τα μαγαζιά– και απ’ την άλλη τηρούσε αυστηρά τους
τύπους και ακολουθούσε σχεδόν πάντα το πρωτόκολλο. Και μ’ εμάς
έκανε το ίδιο. «Μόνο έτσι θα μάθετε τρόπους», έλεγε. «Έτσι θα
γίνεται άνθρωποι».
Παρά τα πλούτη της, η μάνα μου ήταν και πολύ θρήσκα. Σας λέω
το λιβανιστήρι πήγαινε σύννεφο στο σπίτι. Τιμούσε και κρατούσε τις
γιορτές, ειδικά δε τις μεγάλες, πολύ αυστηρά. Και βέβαια είχε έντονη
φιλανθρωπική δράση. Αφού στην Πόλη είχε δικό της… στρατό· εννοώ