Page 303 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 303

Ατσιαγιόλι, ο οποίος βέβαια εποφθαλμιούσε το θρόνο της Κιάρας. Ο
  σουλτάνος άφησε ελεύθερο τον Βαρθολομαίο να φύγει, αλλά με τον
  όρο  να  μην  ξαναγυρίσει  στην  Αθήνα.  Στη  συνέχεια  έστειλε  τον
  Ατσιαγιόλι διοικητή στην Αθήνα μαζί με την Κιάρα.
    Τα  πράγματα  θα  είχαν  τελειώσει  εκεί  αν  ο  Βαρθολομαίος  δε
  λάμβανε  ειδοποίηση  από  την  αγαπημένη  του  που  του  έλεγε  ότι  ο
  δούκας  της  Αθήνας  την  κακοποιούσε.  Μάλιστα  η  Κιάρα
  παρακαλούσε  τον  Βαρθολομαίο  να  μεταβεί  στην  Αθήνα  και  να  την
  ελευθερώσει.  Πράγματι  εκείνος  αρμάτωσε  μερικά  πλοία  και  εύκολα
  κατέλαβε το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί όμως τον πληροφόρησαν ότι ο
  κακός  δούκας  είχε  τελικά  σκοτώσει  την  Κιάρα  με  τα  ίδια  του  τα
  χέρια.  Έτσι  ο  Φράνκο  ήταν  πλέον  ο  μόνος  κυρίαρχος  στην  Αθήνα.
  Παράλληλα  είχε  καλέσει  και  τους  Τούρκους  φίλους  του  να  τον
  βοηθήσουν κατά του Βενετού αντιζήλου του.
    «Ο  οποίος  Βαρθολομαίος»,  συνέχισε  ο  πεθερός  μου,  «είναι  και
  συγγενής  μου,  όπως  σου  είπα.  Λοιπόν,  τι  θα  κάνω  όταν  έρθει  να
  ζητήσει άσυλο στο Ναύπλιο;»
    «Λέτε να επιτεθούν εδώ οι Τούρκοι;»
    «Ξέρω κι εγώ; Το παλιόπαιδο…» είπε νευριασμένος κι άρχισε να
  βηματίζει.
    Για την ιστορία μόνο θα πω ότι λίγα χρόνια αργότερα τα πράγματα
  άλλαξαν για τον κακό δούκα της Αθήνας. Γιατί ο Βαρθολομαίος, μόλις
  έμαθε  την  επικείμενη  έλευση  των  Τούρκων  στην  Αθήνα,  έστειλε
  πρέσβη  στο  σουλτάνο  ο  οποίος  τον  πληροφόρησε  για  τα
  ανοσιουργήματα του προστατευόμενού του. Ο Μωάμεθ που ζητούσε
  ευκαιρία για να υποτάξει την Αθήνα τη βρήκε. Έτσι ο στρατός του
  πήγε στην Αθήνα τάχα για να τη βοηθήσει, και τελικά το 1456 την
  υπέταξε.
    Επανέρχομαι τώρα σε όσα μου έλεγε ο πεθερός μου.
    «Κι  έχουμε  και  την  επανάσταση  κατά  των  Δεσποτών  από  τους
  Αλβανούς», μου είπε σκεφτικός.
    «Μα καλά… πώς μπλέχτηκε έτσι ο Καντακουζηνός;»
    «Θέλει κι αυτός να αποκτήσει ένα βασίλειο».
    «Με Αλβανούς;» είπα και ξίνισα τα μούτρα μου.
    «Θρόνος  να  είναι  κι  ό,τι  να  ’ναι…  δεν  τον  νοιάζει!»  είπε
   298   299   300   301   302   303   304   305   306   307   308