Page 305 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 305
Ο πεθερός μου με κοίταξε.
«Όλοι εναντίον όλων», διαπίστωσα με απαισιοδοξία.
«Ναι, κάπως έτσι», μου είπε προβληματισμένος κι ο
Μπερτούκκιος.
Πήγα προς το μπαλκόνι αναστενάζοντας. Με ακολούθησε κι ο
πεθερός μου.
«Κατάλαβες τώρα, αγαπημένε μου πεθερέ, γιατί χάθηκε η
ρωμιοσύνη;» του είπα.
Μου έγνεψε καταφατικά
«Τρωγόμαστε μεταξύ μας. Κι ο Μοριάς δε θα αντέξει για πολύ με
αυτά που γίνονται. Είναι η κατάρα του Θεού πάνω μας. Αν ήμασταν
μονοιασμένοι, ίσως να μην είχαμε χάσει…»
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και ακούστηκαν
χτυπήματα στην πόρτα, ενώ την ίδια στιγμή έφταναν από την κάτω
πόλη ήχοι από παράτες και καραμούζες. Μα τι γινόταν; Κοίταξα έξω
από το παράθυρο· απ’ την κεντρική πύλη έμπαινε μια μεγάλη
ακολουθία και δύο επίσημοι πάνω στα άλογά τους. Ποιοι να είναι
άραγε αυτοί; αναρωτήθηκα.
Την απορία μου έλυσε ο αγγελιοφόρος που είχε μόλις φτάσει.
«Κύριε διοικητά… ήρθαν!»
«Ωραία. Να τους εγκαταστήσετε στα οικήματα που σας έχω πει».
«Μάλιστα».
«Και οι υπηρέτες να είναι έτοιμοι για όλα. Είναι και οι δύο
στραβόξυλα. Τις λίγες μέρες που θα μείνουν εδώ, θέλω τα πάντα να
δουλέψουν ρολόι».
«Μάλιστα», είπε πάλι ο αγγελιοφόρος κι έφυγε τρέχοντας.
«Μα τι συμβαίνει;» τον ρώτησα. «Ποιοι είναι αυτοί οι δυο που
μπήκαν στην πόλη;»
«Τα… κουνιάδια σου».
«Οι Δεσπότες του Μυστρά;»
«Ακριβώς», είπε ο πεθερός μου με δυσθυμία. Κοίταξε κάποια
χαρτιά πάνω στο γραφείο του και συνέχισε: «Το βράδυ θα έχουμε
επίσημο γεύμα. Να προσέχεις τα λόγια σου μπροστά τους».
«Μάλιστα», είπα με κάποια δυσαρέσκεια.
«Τώρα μπορείς να πηγαίνεις. Και ειδοποίησε και τους δικούς σου