Page 37 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 37

αναστάτωση.  Η  μάνα  μου  δεν  ολιγώρησε.  Έστειλε  έναν  υπηρέτη
  κάτω στη Μητρόπολη κι έναν άλλο πάνω στο παλάτι, για να μάθει τι
  γινόταν. Ξαναβγήκα στο μπαλκόνι κι αυτή τη φορά ήρθε και όλη η
  οικογένεια.  Προσπαθούσαμε  να  δούμε  τι  συνέβαινε  χαμηλά  στην
  πόλη. Από δίπλα είχαμε και τον παππού. Ο κακομοίρης, δεν έβλεπε
  πια  ούτε  στα  δέκα  μέτρα.  Έτσι  ήμασταν  αναγκασμένοι  να  του
  περιγράφουμε τι και πώς.
    Ο  αδελφός  μου  ο  Γαβριήλ,  που  έβλεπε  σαν  γεράκι,  είπε  ότι  ο
  στρατός ήταν δικός μας. Και τι στρατός ήταν τούτος! Έμοιαζε με ένα
  τεράστιο  φίδι  από  μαυροφορεμένους  ιππότες  που  ελισσόταν
  στριφογυριστό.  Δεν  πέρασε  παρά  ένα  τέταρτο  και  οι  πρώτοι  από
  αυτούς άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη, στα ριζά του Μυστρά.
    «Τώρα πρέπει να είναι στην πύλη, παππού», είπε ο Εμμανουήλ.
    «Α μάλιστα. Και ποιος είναι η κεφαλή;»
    «Στάσου,  αλλά  όχι…  δεν  μπορώ  να  διακρίνω  ακόμη»,  είπε  ο
  Γαβριήλ. «Είναι πολύ μακριά, παππού».
    «Για δες, ξεχωρίζει κάνα λοφίο;»
    «Ναι… νομίζω», πετάχτηκα εγώ.
    «Αυτός  πρέπει  να  είναι  ο  αρχηγός  μας,  ο  Κωνσταντίνος
  Παλαιολόγος!» είπε με καμάρι ο παππούς. «Μα τι έγινε ο υπηρέτης
  που στείλατε στη Μητρόπολη;»
    «Να πεταχτώ να δω;» τον ρώτησα με ενθουσιασμό.
    «Να  κάτσεις  στα  αυγά  σου!»  με  αποπήρε  εκείνος  με  αυστηρό
  ύφος.
    Τον κοίταξα παρακλητικά.
    «Δε θέλω να έχω προβλήματα με τη μάνα σου», πρόσθεσε.
    «Μα, παππού…»
    «Είπα!» δήλωσε αυστηρά.
    «Παππού, βλέπω κι άλλους», είπε ο Γαβριήλ. «Αυτοί έχουν… μα
  είναι φράγκικες σημαίες. Είναι δυνατόν;»
    «Λες να έγινε καμιά ανακωχή;» είπε η Θεοδώρα.
    «Ίσως  ο  Κωνσταντίνος  μας  καταφέρει  ακόμα  και  να  αναστήσει
  την αυτοκρατορία», είπα εγώ.
    «Σιγά… σκουπίσου απ’ τα σάλια», με ειρωνεύτηκε η Ελένη.
    Όλοι  γέλασαν,  γιατί  ήξεραν  ότι  δε  σήκωνα  κουβέντα  για  τον
   32   33   34   35   36   37   38   39   40   41   42