Page 398 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 398
την οικογένειά του. Θα τους δώσουμε άτοκα δάνεια και γη για να
την αναστήσουν και ζώα και εργαλεία… όλα δωρεάν».
«Κυρά, νομίζω ότι χρειαζόμαστε πιο… δραστικές λύσεις», είπε ο
Σερβόπουλος με μια περίεργη χροιά στη φωνή του.
«Τι θες να πεις;» ρώτησα.
«Σκέφτομαι ότι ίσως τελικά θα πρέπει να πληρώσουμε
κάποιον…»
«Κάποιον; Δηλαδή;» ρώτησε ο Λαυρέντιος.
«Κάποιον που να μπορεί να… βοηθήσει. Ακόμα και μέσα από το
παλάτι, στην Πόλη, για να δούμε αν μπορεί να μας… διευκολύνει»,
είπε ο Σερβόπουλος με νόημα.
Τι είχε στο μυαλό του πάλι; αναρωτιόμουν.
«Εννοείς με τα διαβατήρια και τα σχετικά;» τον ρώτησε η
Θεοδώρα.
«Ναι», είπε. «Ώστε να είναι έστω και φαινομενικά
δικαιολογημένη η αποχώρηση των οικογενειών».
«Και τι μπορείς να κάνεις εσύ γι’ αυτό;» τον ρώτησα.
Ο Σερβόπουλος σε κάτι τέτοια ήταν γριά αλεπού. Γι’ αυτό και τον
είχα κοντά μου τόσα χρόνια.
Λοιπόν εργάστηκε σκληρά και τα κατάφερε. Μέσα στον επόμενο
χρόνο δημιούργησε φιλική σχέση με κάποιον μέσα από το σαράι του
σουλτάνου. Έτσι, με τα χρήματα που του στέλναμε μας έβγαζε στο
εξής κάθε χρόνο, ούτε λίγο ούτε πολύ, τουλάχιστον πεντακόσιες
άδειες εξόδου για Έλληνες αγρότες από διάφορα μέρη της
αυτοκρατορίας. Και αργότερα τα πράγματα πήγαν ακόμα πιο καλά.
Εννοώ ότι σε λίγο καιρό άρχισαν να έρχονται μέτοικοι Ρωμιοί
χωρικοί και από άλλες χώρες. Εξάλλου κι εκεί οι διάφορες ελληνικές
κοινότητες έκαναν επίσης καλή δουλειά.
Στα επόμενα δέκα περίπου χρόνια, κι ενώ είχαμε λύσει με τους
συνεργάτες μου μύρια όσα προβλήματα, είχαν πλέον δημιουργηθεί
έξω από τη Σιένα, σ’ εκείνο το κάστρο στη Μαρέμα, σχεδόν δέκα
μεγάλα χωριά με πέντε χιλιάδες περίπου Ρωμιούς. Καταλαβαίνετε ότι
το σχέδιο είχε απόλυτη επιτυχία και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Οι δε
Σιενέζοι ήταν χαρούμενοι, αφού είχαν τακτική τροφοδοσία με
αγροτικά προϊόντα για την πόλη τους. Οι καινούργιοι κάτοικοι των