Page 402 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 402
φαλάκρα στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του. Αμέσως έκανε μια
τυπική βενετσιάνικη υπόκλιση και είπε:
«Άκουσα, κυρία, ότι πολλές φορές ζήτησες να με δεις».
«Ναι… ναι, βέβαια…» είπα μπερδεύοντας κάπως τα λόγια μου.
«Λοιπόν, να με, ήρθα!»
«Ήρθες…» επανέλαβα αμήχανα.
Γιατί κάτι… κάτι συνέβαινε με αυτόν, κάτι μου θύμιζε που μου
δημιούργησε ταραχή.
«Τι με κοιτάζεις; Μα δε με γνώρισες, Άννα;» είπε χαμογελώντας.
«Εγώ… Μα…»
Σίγουρα δεν τον γνωρίζω. Κι αυτός μου μιλάει με μια
οικειότητα… Μα ποιος είναι; Αλλά πάλι, αυτό το πρόσωπο… χμ, σαν
κάτι… κάτι να μου θυμίζει από το παρελθόν, αλλά ακόμη δεν μπορώ
να…
«Αχ, βρε Άννα, με ξέχασες, έτσι;» μου είπε με ένα παραπονιάρικο
χαμόγελο. «Για κοίταξέ με καλύτερα, Αννούλα, για κοίτα με…»
Κάρφωσε τα μάτια του στα δικά μου.
«Τώρα; Αυτά τα μάτια, λοιπόν, δε σου θυμίζουν τίποτα; Για
προσπάθησε… τότε είχες στείλει τον Σερβόπουλο να με αναζητήσει
στο σαράι».
«Εσύ… δεν μπορεί…» ψέλλισα.
Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια μου.
«Τώρα όμως τον αναζήτησα εγώ. Άννα, με ξέχασες; Πέρασαν
βέβαια τόσα χρόνια;»
«Είσαι… μη μου πεις ότι είσαι ο… ο αδελφός μου ο Ιάκωβος!»
είπα με τρεμάμενα χείλη. «Ναι… ναι, εσύ είσαι!»
Έγνεψε καταφατικά. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Ήταν τέτοια η συγκίνησή μου, που σχεδόν λιποθύμησα από τη χαρά.
Ο Ιάκωβος έβαλε τις φωνές κι αμέσως ήρθαν δυο υπηρέτριες και ο
Σερβόπουλος. Αφού με συνέφεραν, χώθηκα στην αγκαλιά του, ήμουν
λίγο πιο ήρεμη.
«Και τώρα θα θες και κάποιες εξηγήσεις, αδελφούλα, έτσι δεν
είναι;» μου είπε.
«Δε νομίζεις ότι πρέπει;»
«Ναι, δεν έχω αντίρρηση. Αλλά πες μου πρώτα από πού θέλεις να