Page 400 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 400
Λοιπόν μια μέρα, καθώς ήμουν στο γραφείο μου στο παλάτι στη
Βενετία, μπαίνει μέσα ο Σερβόπουλος. Τώρα περπατούσε με
μπαστούνι, ο κακομοίρης. Είχε γεράσει πια αρκετά. Είχε κάνει
καμπούρα και βαριανάσανε με την παραμικρή κίνηση, ενώ πάντα τον
συνόδευε ένας υπηρέτης μου.
«Έλα, κάθισε κοντά μου, γέροντα», του είπα και σηκώθηκα από
το γραφείο.
Πήγαμε στον καναπέ, κοντά στο τζάκι που ήταν και πιο ζεστά.
Έξω έβρεχε κι έκανε κρύο. Του πρόσφερα λίγο κρασί κι αμέσως είδα
τα μάτια του να ζωηρεύουν.
«Ξέρεις ποιος με επισκέφτηκε σήμερα στο σπίτι μου, Άννα;» μου
είπε χωρίς περιστροφές.
«Για πες…»
«Δε θα το πιστέψεις ούτε και θα το βρεις!»
«Ποιος είναι λοιπόν;»
«Κάποιος από την Πόλη, Άννα. Αλλά… δεν ξέρω πώς να σου το
πω».
Ξαφνικά τον έπιασε ένας ξερόβηχας. Περίμενα να ηρεμήσει, του
έδωσα μάλιστα ένα ποτήρι νερό, κι ύστερα από λίγο συνέχισε:
«Λοιπόν αυτός είναι ο… ο δικός μας άνθρωπος…»
«Δηλαδή;» ρώτησα γεμάτη περιέργεια.
«Αυτός, Άννα, που τόσα χρόνια μας δίνει τις άδειες!»
Τον κοίταζα σαστισμένη.
«Τα πασαπόρτια, ντε, για τους Ρωμιούς που φεύγουν από την
αυτοκρατορία», μου εξήγησε.
«Δεν είναι δυνατόν!» είπα και πετάχτηκα όρθια.
Με κοίταζε χαρούμενος. Πήγα κοντά του και σχεδόν δακρυσμένη
τον ρώτησα:
«Πού είναι… του είπες… Μα πού τον έχεις. Είναι σε πανδοχείο;»
«Μην κάνεις έτσι… ηρέμησε, Άννα μου! Ηρέμησε, καλή μου»,
επανέλαβε και μου χάιδεψε το πρόσωπο με το ζεστό του χέρι. «Εδώ
τον έχω…»
«Εδώ… πού δηλαδή;» ρώτησα και ανασηκώθηκα.
Μου έκανε νόημα δείχνοντας προς την πόρτα.
«Έξω;»