Page 43 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 43
στη δούλεψή τους καιρό πριν γυρίσει ο αιώνας. Και είχε πάει ως
πρέσβης ακόμα και στους Τούρκους. Γνώριζε από πρώτο χέρι ότι η
δίψα τους για τα εδάφη μας στην Ευρώπη ήταν άσβεστη. Όπως τα
είχαν καταφέρει με την Ασία, έτσι γινόταν και τώρα στα λιγοστά
ευρωπαϊκά εδάφη μας στην Ελλάδα.
Αλλά ας ξαναγυρίσω σ’ εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες. Όταν όλοι
ετοιμαστήκαμε, μαζί κι ο παππούς που τον υποβάσταζαν υπηρέτες,
βγήκαμε να προϋπαντήσουμε τους Παλαιολόγους που θα ανέβαιναν
προς το παλάτι. Το αρχοντικό μας δεν απείχε πολύ από τις πέτρινες
σκάλες που οδηγούσαν στην πύλη του κάστρου. Οι κάτοικοι είχαμε
φτιάξει μια μεγάλη και άνετη πεζούλα ακριβώς κάτω από έναν
πλάτανο. Εκεί καθόταν ο κόσμος να ξαποστάσει πριν από την τελική
ανάβαση προς την πύλη του κάστρου, που απείχε περίπου εκατό
σκαλοπάτια. Σ’ αυτό το σημείο παραταχτήκαμε οι Νοταράδες μαζί
με άλλους.
Όλοι, όταν είδαν τον παππού, έκαναν χώρο και μάλιστα έφεραν
μια καρέκλα για να καθίσει. Τα παιδιά, εμείς και άλλα αρχοντόπουλα,
κρατούσαμε κάνιστρα με λουλούδια. Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι
έφτασαν πρώτα οι υπηρέτες που ανήγγειλαν ότι ανέβαιναν οι
Παλαιολόγοι με την ακολουθία τους. Σταθήκαμε όρθιοι κι αμίλητοι.
Και να σου οι πρώτοι, ο Θωμάς κι ο Θεόδωρος με τη γυναίκα του
την Κλεόπα. Οι δύο Δεσπότες δε φόραγαν τις περικεφαλαίες, αλλά τις
κρατούσαν στο χέρι. Και αμέσως μετά ακολουθούσε ο Κωνσταντίνος
μαυροφορεμένος. Όλοι έκαναν μια στάση μπροστά μας, ενώ τα παιδιά
είχαμε στρώσει το δρόμο με λουλούδια και τους ευχόμασταν «πολλά
τα έτη, Δεσποτάδες μας» κι άλλα τέτοια. Τότε ο Κωνσταντίνος
προχώρησε προς τον παππού και του έσφιξε το χέρι.
«Καλά είσαι, γέροντα;» τον ρώτησε.
«Ο Θεός να σ’ έχει καλά, παλικάρι μου, κι εσένα και τα αδέλφια
σου που μας δώσατε τόση χαρά».
Μετά ο Θεόδωρος είπε στον παππού:
«Από δω είναι η γυναίκα μου…»
Εκείνη έσκυψε και του φίλησε το χέρι.
Αν και Φράγκισσα, είναι σεβαστική, σκέφτηκα. Λες να την έχει
συμβουλέψει ο Θεόδωρος; Το λέω αυτό γιατί, καθώς ήξερα, ή έτσι