Page 85 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 85
μαλλιά. Η μύτη του είχε μια μικρή καμπουρίτσα και τα μάτια του
ήταν καταγάλανα, όπως τουλάχιστον πρόφτασα να δω. Οι πλάτες του
ήταν φαρδιές και τα δάχτυλά του μακριά. Μου έκανε εντύπωση ότι
μίλαγε καλά τα ελληνικά, αλλά με μια κάπως περίεργη, θα έλεγα,
προφορά.
Λες να είναι Φράγκος; αναρωτήθηκα. Α μπα… θα ήταν ξανθός.
Αλλά πάλι πώς βρέθηκε κοντά μου; Σαν άγγελος μου στάθηκε. Τι
γλυκός που είναι; Έναν τέτοιο άντρα θα ήθελα… να του έχω
εμπιστοσύνη. Άραγε τι δουλειά να κάνει; Αλλά τι λέω… αυτός είναι
πριγκιπόπουλο… μάλλον.
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τις σκέψεις μου και τον είδα να έρχεται
από απέναντι με τρία κάρα πίσω του και πέντε βαστάζους. Αμέσως
άρχισαν να φορτώνουν τα μπαούλα μας και πολύ σύντομα όλα ήταν
πάνω στα κάρα. Οι οδηγοί ήταν στις θέσεις τους κι η μάνα μου πήγε
να ευχαριστήσει το παλικάρι, αλλά αυτός της έκανε νόημα να
περιμένει.
Έφυγε πάλι και πήγε προς μια ομάδα πέντε στρατιωτών που ήταν
επιφορτισμένοι να προσέχουν το λιμάνι. Έτσι μου φάνηκε δηλαδή,
γιατί πριν από μια ώρα τους είχα δει να καταφτάνουν, τη στιγμή που
εμείς βγαίναμε από το πλοίο. Οι στρατιώτες, μόλις τον είδαν, τον
χαιρέτισαν στρατιωτικά και στάθηκαν στητοί μπροστά του σαν
σκουπόξυλα.
Στρατιωτικός είναι; είπα μέσα μου. Γι’ αυτό χειρίζεται τόσο καλά
το σπαθί του; Ομολογώ ότι λίγο απογοητεύτηκα. Πίστευα ότι οι
στρατιωτικοί είναι άγριοι τύποι κι ότι δεν αξίζει να κάνεις παρέα μαζί
τους. Λες να ’ναι ένας τέτοιος τύπος κι αυτός;
Σε λίγο ήταν πάλι κοντά μας. Άρχισε να μιλάει με τη μητέρα μου.
«Αρχόντισσα, τούτοι οι στρατιώτες θα σας συνοδέψουν».
«Έτσι είναι, κυρά. Πού θέλετε να πάτε;» ρώτησε ο επικεφαλής
τους.
«Στο σπίτι του άρχοντα Νοταρά».
«Ποιου Νοταρά;» ρώτησε πάλι ο στρατιώτης.
«Του Μεγάλου Δούκα».
«Εμένα να… να με συγχωρείτε», είπε το παλικάρι που με είχε
σώσει απ’ τους ζητιάνους, «αλλά πρέπει να… να φύγω».