Page 81 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 81

μεγάλη πόλη, αλλά σε σχέση με το παρελθόν, σκιά του εαυτού της.
  Μ’ έπιανε η ψυχή μου που την έβλεπα έτσι.
    Αλλά  πού  είχα  μείνει;  Α  ναι…  όταν  φύγαμε  από  τον  Μυστρά.
  Ήταν  ακόμη  άνοιξη  όταν  φτάσαμε  με  το  πλοίο  στην
  Κωνσταντινούπολη.  Βλέποντάς  την  μέσα  από  το  πλοίο  ένιωσα  μια
  ταραχή.  Τώρα…  Ω,  μα  τώρα…  ήταν  κάτι  το  καταπληκτικό  να  το
  βλέπεις!  Το  καράβι  μας  περιέπλεε  την  Πόλη  από  τα  νότια.  Στη
  συνέχεια θα στρίβαμε δυτικά και θα καταλήγαμε στο βόρειο λιμάνι.
  Καθώς  αρχίσαμε  να  παίρνουμε  τη  στροφή,  για  να  μπούμε  στον
  Κεράτιο κόλπο, είδαμε στα αριστερά μας τα θαλάσσια τείχη.
    Τι όμορφα που ήταν! Σας το λέω και είναι σαν τα βλέπω ακόμα
  και  τώρα.  Κλείνω  τα  μάτια  μου  και  τα  θυμάμαι  όλα:  ψηλά  και
  περήφανα  κάτασπρα  τείχη,  χτισμένα  με  πέτρες,  τετραγωνισμένες
  τέλεια η μία δίπλα στην άλλη. Και ενδιάμεσα κόκκινες γραμμές από
  τούβλα, που μαρτυρούσαν όχι μόνο την επιδεξιότητα των μαστόρων
  αλλά  και  την  καλλιτεχνική  τους  φύση.  Όλα  άστραφταν  στον
  μεσημεριάτικο ήλιο.
    Από  πίσω  τους  υψώνονταν  τα  όμορφα  και  εντυπωσιακά  μέγαρα
  όπου διέμεναν οι αυλικοί και οι αριστοκράτες του μεγάλου παλατιού.
  Να  κι  ο  τρούλος  της  μεγάλης  εκκλησίας,  της  Αγίας  Σοφίας.  Τώρα
  φαίνεται  καλύτερα,  καθώς  αρχίζουμε  να  την  πλησιάζουμε.  Ω,  τι
  μεγάλη εκκλησία, Θεέ μου!
    Τώρα πια, στον 16ο αιώνα, οι Τούρκοι μας την πήραν μαζί με όλα
  τα  άλλα  και  τη  μαγάρισαν  κι  αυτήν.  Την  έκαναν  τζαμί.  Μάλιστα
  πρόσφατα  κάποιοι  Ρωμιοί  που  ήρθαν  από  την  Πόλη  με
  πληροφόρησαν  ότι  οι  Τούρκοι  έχτισαν  ολόγυρα  και  πανύψηλους
  μιναρέδες… οι βάρβαροι! Δε σεβάστηκαν ούτε το ναό του Θεού.
    Θυμάμαι ότι καθώς περνάγαμε σχεδόν δίπλα από την Αγία Σοφία,
  άρχισαν  να  χτυπάνε  καμπάνες.  Δεν  ξέρω  τι  γιορτή  είχανε.  Ατένιζα
  από μακριά τον θαυμαστό ναό και, καθώς έφτανε στα αυτιά μου ο
  ήχος  της  καμπάνας,  είχα  την  αίσθηση  ότι  μας  καλωσόριζε.  Έκανα
  αμέσως  το  σταυρό  μου  κι  ένιωσα  αγαλλίαση  και  μια  περίεργη
  ευτυχία.
    Δεν  πέρασε  παρά  μισή  ώρα  ακόμα  και  μπήκαμε  στο  μεγάλο
  λιμάνι.  Ένα  «Δόξα  τω  Θεώ»  ακούστηκε  απ’  όλους  μας.  Ήμασταν
   76   77   78   79   80   81   82   83   84   85   86