Page 83 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 83

υπέρπυρο, δηλαδή χρυσό νόμισμα. Αλλά τα πιο πολλά ήταν χάλκινα
  μικρής  αξίας  που  δεν  τα  χρειαζόμουν.  Άσε  που  τα  χάλκινα  είχαν
  μεγαλύτερο βάρος.
    Το  λοιπόν  ξεκίνησα.  Η  μάνα  δε  με  είχε  πάρει  χαμπάρι,  ούτε
  κανένας άλλος. Το έσκασα γρήγορα γρήγορα και καθώς πήγαινα προς
  εκείνους τους ζητιάνους, σκεφτόμουν κι εγώ το αυτονόητο, δηλαδή
  πού  βρίσκεται  ο  πατέρας  αυτή  την  ώρα  και  κυρίως,  αφού  δεν
  μπορούσε  ο  ίδιος  να  έρθει,  γιατί  δεν  έστειλε  μιαν  ακολουθία  και
  μερικά κάρα;
    Έφτασα  στο  σημείο  όπου  κάθονταν  οι  ζητιάνοι,  αλλά  με  πήραν
  χαμπάρι και άλλοι, κι ενώ έλεγα να δώσω τα χάλκινα σε ένα-δυο από
  αυτούς,  ξάφνου  είδα  ολόγυρά  μου  τουλάχιστον  άλλους  δέκα.
  Ομολογώ  ότι  φοβήθηκα  και  ταράχτηκα.  Μετά  έκανα  και  το  πιο
  σημαντικό λάθος· μπροστά σε όλους έβγαλα το πουγκί μου. Πήρα τα
  χάλκινα  νομίσματα  και  στη  συνέχεια,  πριν  τους  τα  δώσω,  κι  ενώ
  αυτοί  έλεγαν  το  τυπικό  λογύδριό  τους  με  το  χέρι  απλωμένο,  εγώ
  πρόχειρα  παράχωσα  πάλι  το  πουγκί  μου  στη  ζώνη  μου.  Ύστερα
  προσπάθησα  να  τους  βάλω  στη  σειρά,  αλλά  δεν  άκουγαν.  Μάλιστα
  άρχισαν  να  με  πιέζουν,  γιατί  όλοι  ήθελαν  μερτικό  από  τα  εύκολα
  χρήματα που εγώ, η αρχόντισσα, είχα στα χέρια μου. Άρχισα τότε να
  δίνω  από  ένα  χάλκινο  στον  καθένα,  αλλά  πολύ  σύντομα  με  είχαν
  περικυκλώσει  τόσο  πολλοί,  που  βέβαια  δεν  ήταν  δυνατόν  να
  φτάσουν για όλους.
    Ξαφνικά  έφαγα  την  πρώτη  σπρωξιά  –δεν  ξέρω  από  ποιον–  κι
  έπεσα  στο  χώμα.  Πανικοβλήθηκα  κι  άρχισα  να  φωνάζω  σαν  τρελή
  από  το  φόβο  μου.  Αλλά  εκεί  που  νόμιζα  ότι  ήμουν  χαμένη,  είδα
  ξαφνικά να πέφτουν κορμιά εκεί δίπλα μου. Ήταν οι ζητιάνοι, άλλοι
  με  σπασμένες  μύτες,  άλλοι  ξεμαλλιασμένοι  και  άλλοι  με  τρυπημένα
  χέρια.  Δεν  κατάλαβα  τι  γινόταν,  μέχρι  που  στάθηκε  από  πάνω  μου
  ένας ψηλός και εύσωμος άντρας.
    «Όλοι πίσω, σκυλιά!» φώναξε απότομα.
    Αμέσως  όλοι  εκείνοι  οι  φτωχοδιάβολοι  υπάκουσαν.  Και  σαν  να
  ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο άντρας με τράβηξε από το χέρι και με
  σήκωσε σαν πούπουλο.
    «Πίσω,  ρε  χαραμοφάηδες!»  φώναξε  πάλι,  ενώ  κράταγε  στο  χέρι
   78   79   80   81   82   83   84   85   86   87   88