Page 112 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 112
Τούβλα, ξύλα, κεραμίδια και χώματα είχαν πέσει εκεί ακριβώς
που στεκόμουν και το εμπόρευμα του καταστήματος είχε
καταστραφεί ολοσχερώς, ενώ μια απαλή αλλά ακαθόριστη μυρωδιά,
προφανώς από τα χυμένα αρώματα, μας είχε πλημμυρίσει· ίσως το
μοναδικό ευχάριστο πράγμα σε όλη αυτή την αλλόκοτη ιστορία,
εκτός από το ότι είχα ξαναβρεθεί με τον Βενετσιάνο.
Κοιτάζοντας γύρω μου συνειδητοποιούσα όλο και πιο πολύ ότι αν
δεν ήταν ο Μαρίνος, σίγουρα δε θα μου είχε μείνει τίποτα γερό. Με
είχε σώσει, κυριολεκτικά! Μόνο λίγους μώλωπες είχα από το
απότομο πέσιμο στο έδαφος και από κάποιες πέτρες που έπεσαν
πάνω μας – πιο πολύ πάνω του.
Πολύ σύντομα ήρθαν κοντά μου οι ευνούχοι και η μάνα μου η
οποία ήταν έντρομη. Με πήρε στην αγκαλιά της, και πριν προλάβω
να ανοίξω το στόμα μου, είπε στο σωτήρα μου με έκπληξη:
«Δεν το πιστεύω… πάλι εσείς;»
«Μητέρα, ευτυχώς βρέθηκε δίπλα μου ο κύριος…» είπα εγώ
ικανοποιημένη.
Και αμέσως της εξήγησα τι είχε γίνει.
«Εγώ έκανα το καθήκον μου, αρχόντισσα», είπε ήρεμα ο
Μαρίνος.
«Πες του κι ένα ευχαριστώ τουλάχιστον», με συμβούλεψε η
Ελπίδα.
«Σ’ ευχαριστώ, Μαρίνο. Αυτό δεν είναι το όνομά σου;» ρώτησα
χαμογελώντας.
«Ναι, αυτό είναι δεσποσύνη», είπε και κοκκίνισε. «Αλλά νομίζω
ότι είναι ώρα να επιστρέψετε στο παλάτι. Εδώ γύρω δεν είστε
ασφαλείς. Εκεί τα κτίρια είναι σίγουρα καλύτερα».
«Έχει δίκιο ο άνθρωπος», συμφώνησε η μάνα.
«Τα φορεία μας;» ρώτησα εγώ.
«Ποια φορεία… Πάνε αυτά», απάντησε και με ένα νεύμα μού
έδειξε λίγο πιο πέρα.
Γύρισα και κοίταξα. Δε φαίνονταν καν, ήταν καλυμμένα από
πέτρες, τούβλα και χώματα.
«Θα θέλατε να σας συνοδέψω;» προσφέρθηκε ευγενικά ο Μαρίνος.
«Ναι, γιατί όχι!» βιάστηκα να του απαντήσω, μάλιστα του