Page 113 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 113

χαμογέλασα καθώς η μάνα τίναζε από πάνω μου τις σκόνες.
    Ξεκινήσαμε  αμέσως.  Στο  δρόμο  πιάσαμε  την  κουβέντα  περί
  ανέμων και υδάτων. Αλλά κάποια στιγμή εγώ δεν κρατήθηκα και…
  του είπα:
    «Γιατί  είσαι  τόσο  μελαχρινός,  Μαρίνο;  Εννοώ  ότι  οι  Βενετοί
  δεν…»
    Η Ελπίδα από δίπλα δε μ’ άφησε να ολοκληρώσω τη φράση μου,
  μου έριξε μια δυνατή αγκωνιά.
    «Θέλω  να  πω…  και  συγγνώμη  δηλαδή»,  προσπάθησα  να  το
  διορθώσω,  «πώς  και  ξέρεις  τόσο  καλά  τη  γλώσσα  μας  και…
  καταλαβαίνεις τι εννοώ».
    Αυτός γελώντας μου εξήγησε καλοσυνάτα:
    «Η μητέρα μου είναι πριγκίπισσα… στην Αίγυπτο…»
    «Στην Αίγυπτο;» ρώτησε η μάνα μου έκπληκτη.
    «Εκεί  γεννήθηκα.  Εξού  και  το  χρώμα  του  δέρματός  μου.  Ο
  πατέρας μου ο Μπερτούκκιος ήταν τότε έμπορος στην Αλεξάνδρεια».
    «Γιατί λες “ήταν”. Δε ζει πια;» επέμεινε η Ελπίδα.
    «Δόξα τω Θεώ, καλά είναι ο άνθρωπος. Απλώς κατά διαστήματα
  έχει διάφορες σοβαρές κυβερνητικές υποχρεώσεις».
    «Τι εννοείς;» ρώτησε ξανά η Ελπίδα.
    «Το κράτος τον στέλνει διοικητή σε πόλεις, για δύο χρόνια κάθε
  φορά».
    «Α μάλιστα. Και το εμπόριο;» ρώτησα εγώ.
    «Όταν δεν μπορεί ο ίδιος, το αναθέτει σε ανθρώπους του. Τώρα
  πια έχει την οικονομική δυνατότητα να το κάνει αυτό».
    «Και… τι έλεγες για τη μητέρα σου;»
    «Ω,  μα  είναι  μεγάλη  ιστορία.  Γνωρίστηκαν  στην  Αλεξάνδρεια,
  στην παροικία που έχουμε εκεί εμείς οι Βενετοί. Την αγάπησε… και
  την  πήρε.  Αλλά  πρώτα  κατηχήθηκε  από  έναν  ιερέα  μας  επί  δύο
  χρόνια και βαφτίστηκε με το όνομα Λουτσία».
    Λοιπόν  θα  κάνω  και  τη  δεύτερη  απόπειρα,  σκέφτηκα.  Θα  το
  ξεκαθαρίσω εδώ και τώρα το ζήτημα, για να ξέρω και πού βαδίζω με
  τούτον. Πήρα μιαν ανάσα και είπα:
    «Αλήθεια, Μαρίνο, είσαι παντρεμένος;»
    «Μα  τι  ρωτάς  τον  άνθρωπο!  Δε  φτάνει  που  μας  έσωσε…»
   108   109   110   111   112   113   114   115   116   117   118