Page 137 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 137

Αυτό την ένοιαζε την Ελπίδα. Τι θα πει ο κόσμος. Η ευτυχία μας
  ερχόταν  σε  δεύτερη  μοίρα.  Και  της  το  είπα  δηλαδή.  Μου  έριξε  ένα
  άγριο  βλέμμα,  σαν  να  μου  έλεγε  ότι  τον  σήκωσα  πολύ  ψηλά  τον
  αμανέ σήμερα, και μ’ έστειλε στο δωμάτιό μου.
    «Δε θα βγεις από κει μέχρι να δώσω εντολή εγώ!» με διέταξε ο
  πατέρας.
    Αλλά εγώ ήθελα να έχω την τελευταία κουβέντα. Είχα πάρει από
  αυτόν… πώς να το κάνουμε. Φεύγοντας λοιπόν δήλωσα:
    «Εγώ  δε  θα  τον  έπαιρνα  αυτόν  εκτός…  εκτός  αν  ήταν  ο
  αυτοκράτοράς μας, ο αυτοκράτορας, μ’ ακούς! Τότε θα έκανα και μια
  υπηρεσία στην πατρίδα… έστω! Αλλά τώρα…»
    Αυτή  την  κουβέντα  θα  τη  θυμόμουν  πολύ  αργότερα,  αλλά  για
  άλλο  λόγο.  Ο  δε  πατέρας  μου  ποτέ  δεν  την  έσβησε  από  το  μυαλό
  του. Κι όταν ήρθε η ώρα, μου τη θύμισε.
    Αλλά τώρα οι δικοί μου με κοίταζαν με ανοιχτό το στόμα. Εγώ
  βγήκα  κι  έκλεισα  με  δύναμη  πίσω  μου  την  πόρτα.  Κοίταξα  τον
  ευνούχο μου και του είπα επιτακτικά:
    «Πάμε, Σωτήριε!»
    «Μάλιστα, κυρία», απάντησε.
    Με ακολούθησε σαν πιστό σκυλί, μέχρι που φτάσαμε στο δωμάτιό
  μου. Και τότε τον άκουσα να λέει:
    «Η κυρία επιτρέπει να πω κάτι;»
    «Για ποιο θέμα;»
    «Γι’ αυτό που την απασχολεί».
    «Έλα μέσα!» τον πρόσταξα κι αυτός υπάκουσε.
    Εδώ θέλω να σταθώ και να πω λίγα λόγια για την ιστορία αυτού
  του  υπέροχου  ανθρώπου,  ο  οποίος  στο  μέλλον  θα  έπαιζε  πολύ
  σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Ο Σωτήριος λοιπόν ήταν καρπός του
  έρωτα  μιας  Ελληνίδας  και  ενός  Τούρκου.  Ο  πατέρας  του  ήταν
  κατώτερος  αυλικός  στο  παλάτι,  γραμματέας  και  μεταφραστής
  τουρκικής και αραβικής γλώσσας. Αλλά και πολύ ωραίος άντρας. Τον
  αγάπησε  όμως  μια  δική  μας  αριστοκράτισσα,  αν  και  αυτό
  απαγορευόταν.
    Οι  άλλοι  αυλικοί  λοιπόν  ήθελαν  να  εξαφανίσουν  το  παράνομο
  παιδί,  αλλά  επειδή  αυτή  ήταν  γόνος  παλιάς  αυτοκρατορικής
   132   133   134   135   136   137   138   139   140   141   142