Page 138 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 138

οικογένειας,  των  Αγγέλων,  της  κάνανε  χάρη  και  το  κρατήσανε.
  Μπήκαν  και  τα  «μέσα»  και  τελικά  το  έκαναν  ευνούχο,  όπως
  συνέβαινε με πολλά νόθα αυλικών. Αυτό γινόταν για να μην μπορούν
  να αναπαραχθούν τα νόθα και «βρομίσουν», όπως πίστευαν οι άθλιοι,
  τις  αρχοντικές  τους  οικογένειες.  Η  μάνα  του  κατάφερε  και  του
  εξασφάλισε  τα  πάντα·  τον  μόρφωσε,  τον  σπούδασε  και  όλα  τα
  σχετικά.
    Με  τα  χρόνια  ο  Σωτήριος  υπηρέτησε  διάφορους  άρχοντες  στο
  παλάτι, γι’ αυτό και γνώριζε πολύ καλά πράγματα και καταστάσεις.
  Ο  πατέρας  τον  πέτυχε  να  υπηρετεί  σε  έναν  άλλο  ευγενή  του
  παλατιού,  ο  οποίος  όμως  τον  κακομεταχειριζόταν  επειδή  είχε
  σκούρο   δέρμα.   Και   οι   αυλικοί   του   παλατιού   έλεγαν
  «τουρκόσπορους»  όποιους  είχαν  σκούρο  δέρμα  και  γενικά  τους
  απέφευγαν.
    Βλέπετε,  ο  Σωτήριος  είχε  πάρει  από  τον  πατέρα  του,  ο  οποίος,
  όπως  είπαμε,  ήταν  Τούρκος,  και  μάλιστα  να  αναφέρω  εδώ  ότι  τον
  άνθρωπο αυτόν τον «εκτέλεσαν», κατά κάποιον τρόπο. Τον βρήκαν
  μερικά  χρόνια  αργότερα  δολοφονημένο  έξω  από  το  παλάτι.  Το
  έγκλημά  του  ήταν  ότι,  ως  κατώτερος  και  Τούρκος,  τόλμησε  και
  αγάπησε  μια  δικιά  μας  αρχοντοπούλα.  Αργότερα  πέθανε  και  η
  αγαπημένη του από τον καημό της. Αυτά μου τα είχε εκμυστηρευτεί
  κάποτε ο Σωτήριος, κι εγώ τα διασταύρωσα και από αλλού.
    Κάποια στιγμή λοιπόν τον πήρε ο πατέρας στην υπηρεσία του και
  στη συνέχεια κατέληξε να προσέχει εμένα. Ήταν ίσως πιο πιστός κι
  από  σκύλος,  που  λέμε,  μάλιστα  μερικές  φορές  του  ζήταγα  και  τη
  γνώμη του σε κάποια θέματα. Έτσι και τώρα.
    «Συγγνώμη που επεμβαίνω, αλλά έχω τη γνώμη ότι η κυρία…»
    «Σου  έχω  πει  ότι  όταν  είμαστε  οι  δυο  μας,  θα  με  λες  Άννα…
  σκέτο».
    «Έστω, Άννα. Λοιπόν πιστεύω ότι καλώς κάνεις και δεν τον θες
  το γέρο».
    «Έτσι λες;»
    «Μα αυτός είναι μεγαλύτερος κι από μένα!»
    «Τον έχεις δει, Σωτήριε;»
    «Σίγουρα»,  με  διαβεβαίωσε  γνέφοντας.  «Ω,  μα  δε  λέει  και
   133   134   135   136   137   138   139   140   141   142   143