Page 148 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 148

υπηρέτες  από  τους  δεκάδες  που  είχαμε,  και  βάλαμε  κάτω  όλες  τις
  πληροφορίες.  Συζητήσαμε  για  όλα  τα  τελευταία  νέα  και  το
  συμπέρασμα ήταν ότι η αντίπαλη παράταξη, οι ανθενωτικοί, απόψε
  θα έρχονταν στο σπίτι μας. Αλλά δεν ξέραμε ούτε τι ήθελαν ούτε και
  τι  θα  έκαναν.  Κι  ο  πατέρας  μάλλον  δεν  είχε  πάρει  χαμπάρι.  Θα
  εισέβαλλαν άραγε στο σπίτι μας; Θα μας έκαναν επίθεση ή κάτι άλλο;
    Λοιπόν  ζήτησα  να  μπουν  φρουροί  έξω  από  τα  δωμάτιά  μας  κι
  αμέσως  ήρθαν  μερικοί  οπλισμένοι  άντρες.  Στο  μεταξύ  είχα  δώσει
  εντολές στους ανθρώπους μου να κρυφτούν σε διάφορα σημεία του
  κήπου  μας  και  να  παρακολουθούν.  Δεν  έπεσα  έξω,  γιατί  κατά  τα
  μεσάνυχτα  οι  κατάσκοποί  μου  είδαν  μερικούς  από  τους
  ανθενωτικούς,  και  τον  ίδιο  τον  Σφραντζή,  να  μπαίνουν  κρυφά  στο
  σπίτι και να πηγαίνουν ολοταχώς προς το γραφείο του πατέρα μου.
    Τρομοκρατήθηκα. Σίγουρα πάνε να τον συλλάβουν… ή και να τον
  σκοτώσουν.  Αυτοί  οι  αλήτες  δεν  έχουν  ούτε  ιερό  ούτε  όσιο,
  σκέφτηκα.  Κάτι  πρέπει  να  κάνω.  Αν  είχα  δίπλα  μου  τον  Μαρίνο…
  Αλλά  όχι.  Δε  θα  τους  περάσει.  Θα  αντιδράσω…  κι  όποιον  πάρει  ο
  χάρος! Κάλεσα αμέσως τη φρουρά. Ήρθαν δέκα άτομα.
    «Όλοι στο γραφείο του πατέρα μου… Γρήγορα!» διέταξα.
    «Μα τι λέτε, δεσποσύνη;» είπε ο αρχηγός τους.
    «Έχω  πληροφορίες  ότι  κινδυνεύει.  Γρήγορα!  Γρήγορα!»  φώναξα
  πάλι και παράλληλα τράβηξα από τη ζώνη μου το μαχαίρι μου.
    «Όλοι σε παράταξη!» φώναξε ο αρχηγός τους και αμέσως μετά με
  ακολούθησαν.
    Καθώς τρέχαμε, εξήγησα στον αρχηγό των φρουρών τι είχε γίνει.
  Πράγματι, παραδέχτηκε ότι οι άντρες του δεν είχαν πάρει είδηση την
  εισβολή  των  εχθρών  μας,  και  τον  είδα  που  ήταν  πλέον  πολύ
  ανήσυχος.
    «Ελπίζω να μην είναι αργά…» του δήλωσα.
    Τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε κι όταν σε λίγο φτάσαμε,
  άνοιξα με βία την πόρτα και εισβάλαμε στο γραφείο του πατέρα μου,
  ενώ οι φρουροί είχαν βγάλει τα σπαθιά τους. Την ίδια στιγμή όμως
  μείναμε  όλοι  με  ανοιχτό  το  στόμα.  Εννοώ  κι  εμείς  και  όλοι  όσοι
  βρίσκονταν στο γραφείο του πατέρα. Οι ανθενωτικοί συσκέπτονταν
  πίνοντας κρασί και τρώγοντας. Μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας.
   143   144   145   146   147   148   149   150   151   152   153