Page 149 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 149
«Τι συμβαίνει, Λουκά; Τους έφερες να μας συλλάβουν;» είπε ο
Σφραντζής μ’ ένα περίεργο μειδίαμα στα χείλη.
Τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Μου ερχόταν να του ορμήσω,
αν και μάλλον θα με κατάφερνε με τον όγκο του και μόνο. Ήταν
τεράστιος, θα έλεγα, σε σχέση μ’ εμένα. Φαινόταν μάλλον
θυμωμένος, κι ο πατέρας τού είπε νευριασμένος:
«Μα τι λες τώρα κι εσύ; Για μια στιγμή, δεν καταλαβαίνω τι
γίνεται εδώ». Μετά στράφηκε σ’ εμάς εξίσου νευριασμένος. «Τι είναι
αυτά, λοχαγέ;» ρώτησε τον αρχηγό της φρουράς και μετά εμένα:
«Άννα; Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;»
Είχα ιδρώσει. Δεν απάντησα.
«Γιατί δεν είσαι στο κρεβάτι σου; Και το μαχαίρι τι θέλει στα
χέρια σου;»
«Άρχοντα», πετάχτηκε ο λοχαγός, «η κόρη σου είπε ότι
κινδυνεύεις και γι’ αυτό…»
«Έξω όλοι γρήγορα! Έξω! Εσύ τα έκανες όλα;» με ρώτησε
αγριεμένος.
Ήρθε κοντά μου με δυο δρασκελιές, μ’ έπιασε από το μαλλί και με
στριφογύρισε καμιά δεκαριά φορές. Ποιος με γλίτωσε από τα χέρια
του; Ο Σφραντζής. Ναι, ναι… σωστά διαβάσατε. Έτρεξε και τον
απομάκρυνε από μένα. Ο πατέρας ήταν εκτός εαυτού!
«Συνοδέψτε την στο δωμάτιό της!» φώναξε στον αρχηγό της
φρουράς.
Καθώς βγαίναμε, μου ψιθύρισε με νόημα:
«Θα τα πούμε αργότερα οι δυο μας… Ηλίθια!»
Πράγματι, λίγο αργότερα ήμουν έγκλειστη στο δωμάτιό μου, ενώ
απ’ έξω πηγαινοέρχονταν δύο φρουροί. Είχαμε γίνει ρεζίλι, και ο
πατέρας και εγώ. Τελικά η πολιτική δεν ήταν για μένα. Το είχε
αποδείξει η μέρα… ή μάλλον η νύχτα.
Το τι συνέβη στο γραφείο του πατέρα μου το έμαθα από τον ίδιο
πολύ αργότερα, όταν τα πράγματα ηρέμησαν. Κακώς είχα
ανακατευτεί. Αυτός ήξερε πολύ καλύτερα να κανονίζει τις δουλειές
του. Ήταν άσος στα πολιτικά παιχνίδια. Το λέω και το πιστεύω
ακόμα και τώρα, έπειτα από τόσα και τόσα χρόνια.
Αυτό δηλαδή που είχα δει εκείνη τη νύχτα και το είχα περάσει για