Page 159 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 159
Με πήραν τα κλάματα και ανάμεσα στα αναφιλητά μου του τα
είπα όλα.
«Με αγαπάει, τον αγαπώ και θα παντρευτούμε, είτε σου αρέσει
είτε όχι».
Όλοι με κοίταζαν σαν να έβλεπαν ένα ανθρωπόμορφο τέρας που
ξεστόμισε βρισιά. Κι εγώ κλαίγοντας συνέχισα:
«Σας βαρέθηκα… σας βαρέθηκα όλους! Κι εσένα, πατέρα, και τα
πλούτη σου, και τη μάνα, και τους γαμπρούς. Θέλω να ζήσω
ελεύθερη. Μακριά από το παλάτι, μακριά από αυτοκράτορες, μακριά
απ’ όλους!»
«Ω, μα την ακούτε; Τι λέει; Είναι τρελή;» φώναξε ο πατέρας.
«Καλύτερα δεν ήμασταν στον Μυστρά; Είχαμε την ησυχία μας. Τι
τα θέλαμε εμείς τα παλάτια; Σάμπως γίναμε καλύτεροι άνθρωποι;
Μέσα στην ψευτιά και στη δολοπλοκία μεγαλώσαμε. Η μια σου κόρη
πήρε το γέρο, η άλλη το πριγκιπόπουλο, μόνο και μόνο για να
ικανοποιήσεις τη φιλοδοξία σου, πατέρα!»
«Για σας τα κάνω όλα, βρε! Για να ζήσετε πλουσιοπάροχα και να
μην καταντήσετε σαν… σαν την αυτοκρατορία, βρε ηλίθια!»
«Από κάτι τέτοιους σαν εσένα ή τον Σφραντζή έχει καταντήσει
έτσι η αυτοκρατορία».
«Ελπίδα, την ακούς; Την έχει καβαλήσει ο διάβολος;»
«Σας βαρέθηκα όλους, όλους!» είπα πάλι με δυνατή φωνή.
«Βαρέθηκα εσένα, βαρέθηκα τους ενωτικούς και τους
ανθενωτικούς… Με αηδιάζετε όλοι. Και ο Ρωμιοί και οι Τούρκοι…»
«Ναι, μόνο οι γλυκοτσούτσουνοι οι Βενετοί δε σε αηδιάζουν».
«Λουκά, τι λόγια είναι αυτά μπροστά στα παιδιά;» πετάχτηκε η
μάνα μου.
«Δεν ντρέπεσαι, μωρή, που πήγες και το έδωσες σε… σε έναν
αλλόδοξο;» είπε ξεδιάντροπα ο πατέρας.
«Κάνε μου και κήρυγμα τώρα», του είπα.
Ο πατέρας όρμησε πάλι να με χτυπήσει, αλλά τον συγκράτησε η
μάνα.
«Κάνε μου και κήρυγμα, ναι! Εσύ δεν έλεγες ότι πρέπει να
συγγενέψουμε με τους Δυτικούς; Εσύ δεν έδωσες την κόρη σου σε
Γατελούζο;»