Page 160 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 160
«Ναι, αλλά όχι και σε Βενετούς! Αυτοί δεν ήταν που το 1204 μας
κατέστρεψαν; Μην κοιτάς που τους ανεχόμαστε και τους δώσαμε και
συνοικία στην Πόλη. Το κάνουμε μόνο και μόνο για να τσακώνονται
με τους Γενοβέζους απέναντι, στο Πέρα, κι εμείς να έχουμε κέρδος.
Διαφορετικά, τι τους θέλουμε και τους δύο; Είναι χειρότεροι ακόμα
και από τους Τουρκαλάδες. Αλλά όχι και να συγγενέψουμε με
Βενετσιάνους. Πολύ πάει, ε; Πολύ!»
«Τότε γιατί τα λεφτά σου τα έχεις σε βενετικές τράπεζες;» του
επιτέθηκα.
«Άλλο τα λεφτά, άλλο οι συγγένειες!» φώναξε ο Νοταράς με θυμό.
«Γι’ αυτό σας σιχάθηκα!» συνέχισα την επίθεση. «Είστε
διπρόσωποι, όλοι οι πολιτικοί. Έχετε διχαλωτή γλώσσα σαν τα φίδια.
Και φίδια είσαστε. Όλο με τα λεφτά σας και την πολιτική
ασχολείστε».
Με κοίταζαν σαν να αναγνώριζαν ότι έλεγα την αλήθεια.
«Εγώ κι ο Μαρίνος μου… μα τι σας πείραξε που ερωτευτήκαμε;
Τι σας πείραξε;»
«Ζητήσατε την άδειά μου; Τη ζητήσατε; Όχι!»
«Άδεια για τον έρωτα; Και τι νομίζεις ότι είναι ο έρωτας, κανένας
υπάλληλός σου;»
«Ναι… κάνε όνειρα γι’ αυτόν. Αυτός έφυγε τώρα».
Πάγωσα.
«Α μπα… βουβάθηκες; Για δες την, γυναίκα! Σιγά μην καθόταν!
Από τη στιγμή που του πρότεινα αξιώματα και λεφτά ή εσένα
φτωχή… γιατί βέβαια θα σε αποκληρώσω αν…»
«Λες ψέματα… ψέματα!» κραύγασα.
«Αν τον ξαναδείς… γράψε μου!»
«Λες ψέματα… θα ξανάρθει, με αγαπάει!» του δήλωσα με
σιγουριά.
«Έφυγε, βρε… πάρ’ το απόφαση, έφυγε! Σ’ εγκατέλειψε για τα
λεφτά!» μου είπε χαιρέκακα αυτή τη φορά.
«Φτάνουν πια τα ψέματά σου!» επέμεινα. Ήμουν σε έξαλλη
κατάσταση.
«Δε θέλει ούτε να σε δει, κακομοίρα μου! Πήρε ένα σακούλι
χρήματα κι έφυγε».