Page 183 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 183
17
Όταν μπήκα στο κελί του, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Εντάξει…
ήταν στενό, αλλά με το καθαρό του κρεβάτι, το γραφείο του, όπου
είδα και αρκετά χαρτιά εκεί πάνω, αλλά και τον ιδιαίτερο χώρο του
για κουζίνα. Είχε το δικό του κοχλιάριο, δηλαδή το κουτάλι του, ένα
περόνι, το πιρούνι του, ένα μαχαιράκι, ένα μινσούρι, εννοώ βαθύ
πιάτο, έναν πινακίσκο, δηλαδή ένα μικρό πιάτο, ακόμα κι ένα
αλατικό για να ρίχνει αλατάκι στο φαγητό του. Επίσης, σε μια γωνιά
πίσω από μια κουρτίνα ήταν διαμορφωμένος ένας χώρος για τις
φυσικές ανάγκες του. Υπήρχε και ντουλάπα για τα ρούχα του. Σε
γενικές γραμμές θα έλεγα ότι έμοιαζε πιο πολύ με φτωχικό σπίτι
παρά με κελί φυλακισμένου τον οποίο ήθελαν να ξεκάνουν. Απείχε
πολύ από αυτό!
Αμέσως έτρεξα και τον αγκάλιασα. Εντάξει… φαινόταν
ταλαιπωρημένος, αλλά δε θα έλεγες και του θανατά. Καθίσαμε και
πιάσαμε την κουβέντα. Ύστερα από τα τυπικά, βέβαια, τον ρώτησα
για το τι πραγματικά είχε συμβεί.
«Δε σου είπαν οι άλλοι;» είπε, κάπως βαριεστημένος όμως θα
έλεγα.
«Ναι, αλλά… είναι αλήθεια; Δηλαδή οι ανθενωτικοί…»
«Είναι όλα σχέδιο του Σφραντζή… ίσως και του Γενναδίου», με
διέκοψε.
«Μα αυτός δεν είναι σε μοναστήρι;»
«Ε και; Όταν βλέπουν τα δύσκολα, εκεί καταφεύγουν. Παλιό το
κόλπο».
«Αυτοί οργάνωσαν τη σύλληψή σου;»
«Ναι, Άννα», είπε και σηκώθηκε.
«Και η μάνα;»
«Συμβαίνει κάτι μ’ αυτήν; Έχω να τη δω τρεις μέρες».