Page 185 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 185
μυστηριώδες χαμόγελο.
«Καλά… τι εννοείς καλά;» ρώτησα.
«Αν όντως τσακώθηκε με τους δικούς του… Και δε μου λες…
αυτός, λες, έφυγε;»
«Ναι… είναι σίγουρο. Μου το πρόφτασε ο ευνούχος μου, ο
Σωτήριος».
«Α μπα;»
«Ξέρεις τι καρούμπαλο του έκαναν οι στρατιώτες όταν
προσπάθησε να με υπερασπιστεί;»
«Δεν έχει ανάγκη αυτός. Είναι γερό τουρκικό κεφάλι», είπε ο
πατέρας στραβομουτσουνιάζοντας. «Αλλά… πώς το έμαθε;»
«Δεν ξέρω. Μόλις πρόσφατα του επέτρεψαν να μένει πάλι μαζί
μας. Είπε ότι το έμαθε από κάποιον στο λιμάνι».
«Χμ… αν όντως αυτό είναι αλήθεια…»
«Και τώρα;»
«Τώρα… τώρα, Άννα μου, τα πάντα εξαρτώνται από σένα», είπε.
«Από μένα;» ρώτησα με ολοφάνερη απορία.
Ήρθε από πάνω μου, με αγκάλιασε και με φίλησε στο κεφάλι.
Αυτό είχε χρόνια να το κάνει. Ο πατέρας γενικά δε μας είχε συνηθίσει
σε τέτοιες τρυφερές εκδηλώσεις. Άντε Χριστούγεννα και Πάσχα.
Μετά… μακριά κι αγαπημένοι, που λέμε.
Παρατήρησα ότι ξαφνικά το ύφος του είχε γίνει πολύ σοβαρό.
Άρχισε να κάνει βόλτες μέσα στο μικρό κελί του. Τον κοίταζα.
Ένιωσα να παγώνω, όχι από το κρύο που έκανε στο υπόγειο αλλά
από το βλέμμα του. Κι όπως καθόμουν στην καρέκλα, έμοιαζα με
ένα ανήμπορο κατσικάκι που το περιτριγυρίζει το λιοντάρι.
Υποψιαζόμουν δε ότι θα άκουγα κάτι που δε θα μου άρεσε.
Μα καλά, δε βάζει μυαλό αυτός ο άνθρωπος, ακόμα και τώρα
μέσα στο κελί του; σκεφτόμουν. Είναι τόσες μέρες κλεισμένος εδώ
και πάλι κάτι μηχανεύεται… κάτι ετοιμάζει. Τι είναι πιο σημαντικό
γι’ αυτόν εκτός από την οικογένειά του… από τη ζωή του τέλος
πάντων;
«Ξέρεις ποιος με επισκέφτηκε τις προάλλες;» διέκοψε ξαφνικά τις
σκέψεις μου.
«Εκτός από μας… δεν ξέρω;»