Page 189 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 189
«Βλακείες. Αγάπησες κάποιον… ξένο, χωρίς την άδειά μου,
Άννα».
Τον κοίταξα περίεργα, αν όχι με αποτροπιασμό.
«Έστω, το δέχομαι», συμπλήρωσε ο Νοταράς. «Φυσιολογικό
είναι. Αλλά τώρα… τώρα σε ζητάει ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Και μη
μου πεις ότι ποτέ δεν ένιωσες κάτι γι’ αυτόν».
Αυτό ήταν αλήθεια.
«Κοίτα… δε θέλω τώρα την απάντηση, κόρη μου», είπε και ήρθε
κοντά μου.
Με αγκάλιασε και με φίλησε πάλι. Είχε τον τρόπο του, Θεός
σχωρέσ’ τον.
«Να ξέρεις, Αννούλα μου, ότι όποια απόφαση και να πάρεις,
εγώ… εγώ θα είμαι ο πρώτος που θα το μάθει».
«Δηλαδή;»
«Αν αρνηθείς τον αυτοκράτορα, ίσως εγώ δε θα είμαι εδώ πια για
σας».
«Τι εννοείς;» ρώτησα, γιατί πράγματι δεν μπορούσα να καταλάβω
τι εννοούσε.
Δεν απάντησε. Απλώς έβαλε το δάχτυλό του στο λαιμό του σαν
μαχαίρι. Υπονοούσε ότι ο αυτοκράτορας θα… θα τον έσφαζε;
«Αν πεις το ναι», συνέχισε, «όλα θα πάνε καλά… για όλους μας,
εννοώ».
Τον κοιτούσα με αμφιβολία. Δε μίλαγα. Μόνο τον άκουγα.
«Αν δε σκέφτεσαι εμένα…»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο, πατέρα», τον διέκοψα με δάκρυα στα
μάτια.
«Σκέψου λίγο τη μάνα σου και τα αδέλφια σου που μαραζώνουν
τόσες μέρες τώρα… Αυτοί δεν αξίζουν μια καλύτερη ζωή;»
Με αγκάλιασε πάλι και με φίλησε στο κεφάλι.
Το κάνει άραγε αληθινά ή είναι κι αυτό μέσα στο παιχνίδι του;
αναρωτήθηκα.
Ύστερα από λίγο σηκώθηκα, τον αποχαιρέτησα και χτύπησα στο
φρουρό.
«Σκέψου το για λίγες μέρες και… πες μου τι θες να γίνει», είπε
σιγανά.