Page 199 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 199
μύτη».
«Μα τι… δεν καταλαβαίνω, ποιοι είστε…»
«Ναι, ναι, μεγαλειοτάτη», είπε ο Έλληνας κι έκανε μια γελοία
υπόκλιση.
Όλοι εκεί γύρω έβαλαν τα γέλια.
«Κι εσύ… Ρωμιός και πρόδωσες;» είπα με απέχθεια και τον
έφτυσα.
Αίμα και σάλια πετάχτηκαν πάνω του. Έκανε να με χτυπήσει,
αλλά ο Τούρκος τον συγκράτησε αμέσως.
«Τη θέλουμε ζωντανή. Αρκετά με το ξύλο!» του είπε σε αυστηρό
τόνο τώρα.
Ύστερα γύρισε προς τους στρατιώτες του και τους έκανε νόημα.
Αμέσως αυτοί με άρπαξαν και με πέταξαν στο κάρο σαν σακί με
ζαρζαβατικά. Με έδεσαν χεροπόδαρα κι έπειτα από λίγο ένιωσα την
άμαξα να κινείται.
Τις ώρες που ταξιδεύαμε προσπάθησα να βάλω τα πράγματα στη
θέση τους. Βγάλαμε τα μάτια μας με τα χέρια μας οι Ρωμιοί,
σκεφτόμουν. Μας άρεσε το τουρκικό τουρμπάνι και τα χρήματά τους
περισσότερο από τη λευτεριά μας. Ξεπουληθήκαμε όλοι, από
αρχόντους μέχρι δούλους. Καλά να πάθουμε, καλά να πάθουμε…
Ως προς εμένα, ολοφάνερα με είχαν προδώσει… το ίδιο και τον
αυτοκράτορα. Αλλά ποιος ήταν ο ένοχος; Ο Σφραντζής; Μέχρις εκεί
είχε φτάσει λοιπόν αυτός και η ομάδα του; Ή ο σπιούνος ήταν
κάποιος άλλος που δεν τον ήξερα; Είχε άραγε ο σουλτάνος ακόμα και
δικούς του ανθρώπους μέσα στο παλάτι και τα μάθαινε όλα;
Κάποια στιγμή άκουσα να λένε απ’ έξω ότι τραβάγαμε για το
παλάτι του σουλτάνου στην Αδριανούπολη. Θα με παρέδιδαν στο
σουλτάνο, για να εκβιάσουν το σύζυγό μου τον αυτοκράτορα. Ποια
θα ήταν άραγε η τύχη μου;
Δύο σχεδόν μέρες ταξιδεύαμε χωρίς να μπούμε σε πόλη ή χωριό.
Δε μου έδωσαν ούτε ένα ξεροκόμματο για φαγητό. Μόνο λίγο νερό,
ίσα ίσα για να μην πεθάνω. Πότε πότε, μάλιστα, άνοιγαν και τα
παραπέτα της άμαξας για να δουν αν είμαι καλά. Πόναγα πολύ από το
ξύλο που είχα φάει. Πόναγα, αλλά δεν τους ζήτησα τίποτα.
Ένα πρωί τους άκουσα να συζητάνε. Από τη δασκάλα που