Page 209 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 209

κοιλιά μου όλο και μεγαλώνει.
    Λίγο πριν συνειδητοποιήσω ότι ήμουν σε πλοίο, ανοίγει ξαφνικά η
  πόρτα  και  μπαίνει  ο  καπετάν  Αργύρης.  Αφού  μου  συστήθηκε,  μου
  είπε  ότι  ήταν  στην  υπηρεσία  των  Κονταρίνι  από  χρόνια.  Τον  είχε
  ενημερώσει  η  οικογένεια  για  το  ποια  ήμουν  –«αρχόντισσα
  Κονταρίνι»  με  αποκάλεσε–  και  ζητούσε  τη  συνεργασία  μου.
  Προφανώς και τον άρχισα στις απανωτές ερωτήσεις.
    «Ο κύριός μου, ο Μαρίνος Κονταρίνι, είπε να σε μεταφέρω, εσένα,
  τη σύζυγό του, σε σίγουρο μέρος».
    «Δηλαδή;»
    «Εκεί που η σύζυγός του δε θα κινδυνεύει».
    Τον κοίταξα κάπως περίεργα.
    «Σου είπε πράγματι “η σύζυγός μου”; Είσαι σίγουρος;»
    «Ναι. Γιατί; Δεν είναι έτσι;»
    Δεν το αρνήθηκα, γιατί δεν ήθελα να ανακαλύψει ποια πραγματικά
  ήμουν.  Δεν  τον  ήξερα  εξάλλου.  Φοβόμουν  ότι  αν  μάθαινε  την
  ταυτότητά μου, ίσως έκανε στροφή το πλοίο και με πήγαινε αλλού.
  Σίγουρα θα  έβγαζε πολλά  αν  με πουλούσε  για σκλάβα.  Βέβαια στη
  συνέχεια  διαπίστωσα  πόσο  καλός  άνθρωπος  ήταν.  Στην  αρχή  όμως
  φυλαγόμουν.
    Εκείνη τη στιγμή μπήκε ένας υπηρέτης του και μου έστρωσε το
  τραπέζι. Είχα συνέλθει κάπως και στο μεταξύ, μέχρι να μου στρώσει
  ο άλλος, μπήκε και ο γιατρός του πλοίου. Οι άλλοι δύο μας άφησαν
  μόνους. Ο γιατρός, αφού με εξέτασε για λίγο, μου είπε:
    «Κυρία  Κονταρίνι,  εκτός  από  τους  μώλωπες…  αλήθεια  τι  σας
  συνέβη;»
    «Έπεσα  χθες  από  το  άλογο  και  χτύπησα»,  απάντησα  καθώς
  ντυνόμουν.
    «Και αυτοί οι εμετοί που είπατε…»
    «Από τη θάλασσα. Δεν ταξιδεύω συχνά», τον διαβεβαίωσα.
    «Καλώς»,  απάντησε  μαζεύοντας  τα  εργαλεία  του.  «Θα  σας
  ετοιμάσω  ένα  ρόφημα  δυναμωτικό  που  θα  το  πίνετε  δυο  φορές  τη
  μέρα πριν από το φαγητό».
    «Αλήθεια, γιατρέ, πού πηγαίνουμε;»
    Με κοίταξε φευγαλέα με την άκρη του ματιού του και είπε:
   204   205   206   207   208   209   210   211   212   213   214