Page 212 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 212

«Μα… δε σας έχουν ειδοποιήσει;»
    Έγνεψα  αρνητικά.  Στο  μεταξύ  ήρθαν  αναψυκτικά,  γιατί  έκανε
  αρκετή ζέστη μέσα στο παλάτι του διοικητή από τα δυο τζάκια που
  ήταν αναμμένα.
    «Δεν  ενημερωθήκατε;»  συνέχισε  ο  διοικητής.  «Εμένα  με
  ειδοποίησαν πριν από μερικές μέρες από τη Μεθώνη. Το καράβι του
  κυρίου Κονταρίνι, του πεθερού σας και αντικαταστάτη μου, σύντομα
  θα βρίσκεται εδώ».
    «Α μάλιστα».
    «Θα  περάσετε  καλά  μαζί  του.  Είναι  άνθρωπος  έξω  καρδιά.  Τον
  ξέρω από τη Βενετία. Είναι και γλεντζές. Καταπληκτικός άνθρωπος!
  Και φιλέλληνας», δήλωσε με ολοφάνερο ενθουσιασμό.
    Αυτό το τελευταίο κάπως με ηρέμησε. Συζητήσαμε για λίγο και
  κάποια  στιγμή  με  οδήγησε  στα  διαμερίσματά  μου.  Μου  είχε
  παραχωρήσει  δύο  υπηρέτριες  για  να  με  εξυπηρετούν  και  τρία
  ελεύθερα δωμάτια μέσα στο παλάτι του. Στο ένα, αρκετά ευρύχωρο
  θα έλεγα, έμενα εγώ. Στο δεύτερο είχα τα λιγοστά πράγματά μου και
  το χρησιμοποιούσα και σαν γραφείο. Και το τρίτο το είχα ελεύθερο
  ώστε να δέχομαι τους διάφορους επισκέπτες μου.
    Ο διοικητής είχε απόλυτο δίκιο ως προς τις ημερομηνίες. Γιατί στις
  αρχές  Απριλίου  είδα  από  το  μπαλκόνι  του  δωματίου  μου  να
  καταφτάνει  στο  λιμάνι  μια  μεγάλη  βενετική  γαλέρα.  Είχε  μόλις
  αφιχθεί ο πεθερός μου.
    Ώστε αυτό είχε κανονίσει ο Μαρίνος για να με διασώσει; Και γιατί
  δεν  ήρθε  μαζί  μου;  Γιατί  με  εγκατέλειψε;  Μα  πού  πήγε  άραγε;
  Επέστρεψε στην Πόλη; Γιατί;
    Όλα  αυτά  τα  ερωτήματά  μου,  παραδόξως,  ήξερε  καλύτερα  από
  μένα  να  τα  απαντήσει  ο  πεθερός  μου.  Όταν  συναντηθήκαμε  την
  επομένη,  με  αγκάλιασε  θερμά.  Προφανώς  θα  είχε  ακούσει  για  μένα
  απ’  το  γιο  του,  με  τον  οποίο  επικοινωνούσε  συχνά.  Μου  το  είπε
  εξάλλου·  οι  Βενετοί  είχαν  απευθείας  καράβι  από  την  Πόλη  για  τη
  Βενετία δυο φορές το μήνα.
    Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή πιάσαμε την κουβέντα:
    «Λοιπόν,  κόρη  μου»,  είπε  ο  πεθερός  μου,  όταν  κάποια  στιγμή
  συντρώγαμε το μεσημέρι, το πρώτο ιδιαίτερο γεύμα μας, «ο γιος μου
   207   208   209   210   211   212   213   214   215   216   217