Page 246 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 246

Μικέλε Ντόρια μου εξομολογήθηκε ότι ήξερε λίγο-πολύ την ιστορία
  μου,  αλλά  και  το  ότι  είχα  παντρευτεί  τον  αυτοκράτορα.  Μάλιστα
  κάποια στιγμή μου λέει:
    «Θες να σε προσφωνώ “μεγαλειοτάτη”;»
    «Πώς με γνώρισες;» του λέω.
    «Αννούλα».
    «Έτσι θέλω και τώρα να με λες, καλέ μου Μικέλε», είπα και του
  έπιασα το χέρι.
    Με  κοίταζε  συγκινημένος.  Ήταν  τώρα  στην  ηλικία  του  πατέρα
  μου, ίσως και μεγαλύτερος, πάνω από τα εβδομήντα. Με αγκάλιασε
  και με φίλησε στο μέτωπο. Στη συνέχεια του εξήγησα με λίγα λόγια
  για ποιο λόγο χρειαζόμουν τα χρήματα. Έδειξε να καταλαβαίνει και
  συμφώνησε απόλυτα μαζί μου.
    «Ξέρεις ότι έχεις δύσκολο δρόμο μπροστά σου;» μου είπε ύστερα
  από λίγο.
    «Για τον άντρα που αγαπώ… δε με νοιάζει τίποτα».
    «Και το παιδί σου στο Ναύπλιο;»
    «Είναι δεύτερο, μετά από αυτόν». Και επειδή τον είδα να απορεί,
  του εξήγησα: «Για μένα η αγάπη γι’ αυτόν τον άνθρωπο είναι πάνω
  απ’ όλους και απ’ όλα».
    «Μα είσαι σίγουρη ότι θα τον βρεις εκεί;»
    «Τι εννοείς;»
    «Ξέρεις,  Αννούλα,  τι  έγινε  εκείνες  τις  μέρες  στην  Πόλη;  Σκέτη
  κόλαση!»
    «Ναι… μου τα είπε ο Ιουστινιάνης».
    «Λοιπόν;»
    «Έστω κι έτσι… δε με νοιάζει».
    Επιστρέψαμε  στην  άμαξα  και  γυρίσαμε  στην  πόλη.  Καθώς
  περνάγαμε από τους δρόμους και τις πλατείες, συνέχισε να μου μιλάει
  για το νησί. Ήταν, θα έλεγα, ενθουσιασμένος. Σαν να μου μίλαγε για
  τη Γένοβα.
    «Στο  νησί  πια  είμαστε  περίπου  δέκα  χιλιάδες  Έλληνες  και  δύο
  χιλιάδες  Γενοβέζοι.  Πολλοί,  ίσως  και  οι  μισοί  από  αυτούς,  έχουν
  γεννηθεί  εδώ.  Ζούμε  αρμονικά.  Πάνε  εκατό  χρόνια  από  την
  κατάκτηση  και  ήδη  από  τότε  σχηματίστηκαν  και  τα  γένη  των
   241   242   243   244   245   246   247   248   249   250   251