Page 320 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 320
χρήματα και συναλλαγματικές, τις οποίες συν τω χρόνω εξαργύρωνα
σε τράπεζες της Βενετίας. Παραδόξως, εκείνες τις πρώτες δύσκολες
μέρες πήρα μια καλή ανάσα από ένα αναπάντεχο χρηματικό ποσό·
ήταν τα χρήματα που είχαν καταθέσει σε βενετικές τράπεζες σχεδόν
όλοι εκείνοι που τους είχα απελευθερώσει στην Πόλη από τα
τουρκικά σκλαβοπάζαρα το 1453. Έτσι κατάφερνα να καλύπτω τις
ανάγκες του οίκου μου.
Αλλά, βέβαια, δεν μπορούσα αιωνίως να ζω με χρήματα τρίτων.
Το λέω αυτό γιατί, αν θυμάστε, ο πατέρας μου, Θεός σχωρέσ’ τον,
είχε καταθέσει μεγάλα ποσά σε τράπεζες της Γένοβας και της
Βενετίας. Και ναι μεν τα χρήματα που πήρα από τους Γενοβέζους τα
είχα ξοδέψει στην Πόλη, όταν εξαγόρασα τους δικούς μου και
πολλούς άλλους, όμως αυτά από τις τράπεζες της Βενετίας δεν τα
είχα αγγίξει καθόλου. Λοιπόν είχε έρθει η ώρα να διεκδικήσω αυτό
που μου ανήκε. Έτσι έστειλα τον Σερβόπουλο σε όλες τις τράπεζες
της Βενετίας, για να τακτοποιήσει το θέμα.
Νόμιζα ότι θα ήταν απλό πράγμα, αλλά αποδείχτηκε πολύ
δύσκολο. Ο κύριος λόγος –και πιστεύω ο πιο σημαντικός– ήταν ότι
οι τραπεζίτες δεν είχαν ιδέα για το θάνατο του Λουκά Νοταρά στην
Πόλη.
«Και τι ζητάνε τώρα;» ρώτησα τον Σερβόπουλο καθώς
συζητούσαμε το θέμα.
«Εμείς, Άννα, υποστηρίζουμε ότι λέμε την αλήθεια. Κατέθεσα και
τη σχετική αίτηση σε όλες τις τράπεζες της πόλης. Σε διάστημα δέκα
ημερών συναντήθηκα με όλους τους υπεύθυνους οι οποίοι μου είπαν
περίπου τα ίδια· ότι πράγματι υπάρχουν αρκετά χρήματα σε
καταθέσεις και ομόλογα του πατέρα σου. Αλλά πρέπει με κάποιον
τρόπο να αποδείξουμε ότι λέμε την αλήθεια».
«Δε λέω, λογικό μου ακούγεται».
«Μάλιστα δε σου κρύβω ότι σε κάποιες τράπεζες υπήρξαν
άνθρωποι που μου είπαν ότι όντως γνώριζαν τον πατέρα σου πριν
από χρόνια. Αλλά εσένα, κυρά…» Με κοίταξε έντονα στα μάτια και
συνέχισε: «Λοιπόν, σου λένε οι τραπεζίτες, έρχεται κάποιος και
υποστηρίζει ότι είναι ο τάδε. Πώς μπορεί να το αποδείξει; Έχει
αξιόπιστους μάρτυρες;»