Page 363 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 363
34
Ό,τι αρχίζει τελειώνει αργά ή γρήγορα», μας έλεγε στον Μυστρά ο
δάσκαλός μας ο Πλήθωνας. Τίποτα δεν είναι αιώνιο και παντοτινό.
Πόσο δίκιο είχε. Γιατί και η ευτυχία μου, το φως των ματιών μου, ο
Μαρίνος Κονταρίνι, μια μέρα έφυγε από κοντά μου. Μέχρι τότε η
ζωή μας είχε κυλήσει πολύ όμορφα, και το κυριότερο, ο γιος μας ο
Νικόλαος μεγάλωνε, προόδευε κι όλοι έλεγαν ότι θα γίνει ένας καλός
και άξιος ευγενής.
Μια καταραμένη όμως μέρα του 1470 λάβαμε μια επιστολή από
το παλάτι. Διόριζαν τον Μαρίνο διοικητή του στόλου που θα
μετέφερε εφόδια στην Ελλάδα, στο Νεγροπόντε, δηλαδή στην πόλη
της Χαλκίδας που την πολιορκούσαν οι Τούρκοι. Μόλις άκουσα το
νέο, πάγωσα. Σαν να είχα ένα προαίσθημα ότι αυτό το ταξίδι δε θα
μας έβγαινε σε καλό.
Αμέσως τον συμβούλεψα να μη δεχτεί την αποστολή. Αχ… αν με
άκουγε τότε. Ίσως… μπορεί ακόμη να τον είχα κοντά μου. Αλλά ο
Μαρίνος μου ήταν αγύριστο κεφάλι. Είπα λοιπόν να ακολουθήσω
άλλο δρόμο. Πήγα στους γονείς του και τους παρακάλεσα να του
μιλήσουν. Ο Μπερτούκκιος εκείνη την περίοδο είχε πια πάρει την
κάτω βόλτα. Ήταν σχεδόν στα ενενήντα και άρρωστος. Αλλά
καταλάβαινε ακόμη. Με τα πολλά μού είπε ότι ο γιος του ήταν πολύ
μεγάλος για να τον συμβουλεύεται και πολύ περισσότερο για να τον
ακούει.
Καθισμένη δίπλα του, έκλαιγα όλη τη μέρα, αλλά δεν είχα
αποτέλεσμα. Στράφηκα προς τη μάνα του. Η Λουτσία γενικά
συμφώνησε μαζί μου κι έτσι πήρα λίγο θάρρος. Την παρακάλεσα να
δει μήπως είχε κάποιον γνωστό στο Συμβούλιο της Βενετίας κι
εκείνη μου είπε ότι θα το προσπαθούσε. Δυστυχώς… δεν μπόρεσε να
κάνει τίποτα.