Page 370 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 370

σκεφτόμουν κάθε μέρα. Τι γίνεται στο Νεγροπόντε; Γιατί δε μου έχει
  γράψει το παραμικρό; Είναι καλά;
    Ώσπου μια μέρα έφτασε πάλι αγγελιοφόρος από το παλάτι. Φόραγε
  μαύρα εκείνο το παλικάρι και κατάλαβα ότι δεν είχε έρθει για καλό.
  Η καρδιά μου δέχτηκε ένα δάγκωμα ξαφνικά.
    Κάνε, Θεέ μου, να μην έχει σχέση με τον Μαρίνο μου, ευχήθηκα
  κι  έσφιξα  τα  χέρια  μου.  Κάνε  να  είναι  για  κάτι  άλλο.  Να  του
  αναθέτουν  άλλη  αποστολή.  Να  μου  ζητάνε  χρήματα,  να  θέλουν  το
  σπίτι  και  την  περιουσία  μου…  Αλλά  όχι  κακά  μαντάτα  για  τον
  Μαρίνο μου.
    Το παλικάρι άφησε την επιστολή κι έφυγε. Δεν τολμούσα να την
  αγγίξω για ώρες. Την είχα αφήσει εκεί, πάνω στο τραπέζι. Όσο δεν
  την άνοιγα, ήξερα… πίστευα ότι ακόμη ο άντρας μου ήταν γερός και
  δυνατός.  Αν  την  άνοιγα  όμως…  Η  αγωνία  μου  μεγάλωνε.  Ήρθε  το
  μεσημέρι κι έφαγα με το γιο και τις αδελφές μου. Εκείνες έβλεπαν ότι
  δεν ήμουν καλά και με ρώταγαν για την επιστολή. Δεν τους άφησα να
  την αγγίξουν.
    Το απόγευμα οι αδελφές καθόμασταν στο σαλόνι και πίναμε ένα
  ποτό. Κάποια στιγμή σηκώθηκε η Ελένη, πήρε την επιστολή και μου
  την έφερε. Στάθηκε απέναντί μου αμίλητη. Οι άλλες κοίταζαν. Καμιά
  τους  δεν  είπε  το  παραμικρό.  Κι  όμως  αυτή  η  σιωπή  ήταν  τόσο
  εκκωφαντική.  Καταλάβαινα…  είχε  έρθει  η  ώρα  να  το  κάνω.  Δεν
  κέρδιζα  τίποτα  με  το  να  την  έχω  κλειστή.  Την  πήρα  με  τρεμάμενα
  χέρια και την άνοιξα. Ήταν μόνο πέντε γραμμές. Απλώς μου έδιναν
  συλλυπητήρια.  Ο  άντρας  μου  είχε  σφαγιαστεί  στην  πολιορκία  της
  Χαλκίδας. Πέθανε στα τείχη της πόλης με το σπαθί στο χέρι.
    Λιποθύμησα αμέσως. Στη συνέχεια αρρώστησα από τη λύπη μου.
  Πέρασαν δυο βδομάδες για να σηκωθώ από το κρεβάτι. Αλλά αυτό
  δεν ήταν το χειρότερο. Γιατί τους επόμενους μήνες κόντεψε να μου
  στρίψει,  που  λέμε,  από  τη  στενοχώρια  μου.  Δεν  ήθελα  να  πιστέψω
  την  αναπάντεχη  συμφορά  που  είχε  χτυπήσει  το  σπιτικό  μου.  Για
  μήνες, μέχρι να έρθουν τα Χριστούγεννα, τριγύρναγα καθημερινά στο
  λιμάνι  της  Βενετίας  με  τον  πιστό  μου  ακόλουθο,  τον  Σερβόπουλο.
  Με το που έφτανε κάποιο πλοίο, ρώταγα αν είναι από τη Ρωμανία,
  δηλαδή τα μέρη της Ελλάδας, κι αν ήξεραν κάτι για τον άντρα μου.
   365   366   367   368   369   370   371   372   373   374   375