Page 371 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 371

Αφού  οι  άνθρωποι  στο  λιμάνι  με  είχαν  μάθει  πια  και  με  έδειχναν
  στους  νεοφερμένους  σαν  να  ήμουν  αξιοθέατο.  Έλεγαν  ότι  είμαι  η
  θλιμμένη  βασίλισσα  και  λίγο-πολύ  με  απέφευγαν.  Άλλοι  έλεγαν  ότι
  είχα  τρελαθεί  –και  μπορεί  να  ήταν  έτσι–  κι  άλλοι  ότι  με  χτύπησε
  άγγελος  κι  έβλεπα  οράματα.  Ενώ  όσοι  γνώριζαν  το  δράμα  μου,
  θεωρούσαν  ακόμα  και  γρουσουζιά  να  με  συναντήσουν  στο  λιμάνι
  λίγο πριν αναχωρήσει το πλοίο τους.
    Δεν τους  έδινα σημασία  βέβαια.  Και εννοείται  ότι δεν  έμεινα με
  σταυρωμένα  τα  χέρια.  Όταν  κάπως  συνήλθα,  εκεί  γύρω  στον
  Οκτώβριο,  έστειλα  πάλι,  όχι  έναν,  όχι  δύο,  αλλά  δέκα,  παρακαλώ,
  ανθρώπους μου να τον ψάξουν στη Ρωμανία και σε όλες τις αγορές
  δούλων και σκλάβων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Γιατί μετά την
  απώλεια της Χαλκίδας άρχισαν σιγά σιγά να έρχονται πρόσφυγες στη
  Βενετία.  Ύστερα  από  ένα  χρόνο  τα  αποτελέσματα  της  αναζήτησης
  που έφτασαν από τους ανθρώπους μου ήταν ζοφερά.
    Οι Τούρκοι είχαν τέτοια μανία με τους Βενετούς, που ελάχιστοι
  κατάφεραν να γλιτώσουν από τη Χαλκίδα. Από την άλλη, η έρμη, δεν
  μπόρεσα ούτε και το κορμί του να βρω, γιατί οι άτιμοι Τούρκοι δε
  θέλησαν  να  αφήσουν  όρθιο  στο  νησί  τίποτα  το  βενετικό.  Έφτασαν
  στο σημείο να διαλύσουν ακόμα και τα νεκροταφεία και να κάψουν
  όλα τα πτώματα. Λοιπόν, δεν είχα και τίποτα να θάψω.
    Εκτός από τη σορό του πεθερού μου, ο οποίος, όπως είπα και πιο
  πριν,  ήταν  από  καιρό  άρρωστος.  Μαθαίνοντας  τώρα  το  θάνατο  του
  γιου του, δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα. Ο γιατρός είπε ότι έπαθε
  συμφόρηση. Την πεθερά μου τη χάσαμε πέντε χρόνια αργότερα, την
  έφαγε η λύπη της. Μέχρι τότε την είχα κοντά μου, την κακομοίρα,
  στο  σπίτι  μου.  Την  περιποιόμουν  σαν  να  ήταν  η  δική  μου  μητέρα.
  Μαζί κλαίγαμε την κακή μας μοίρα, μέχρι που την έχασα κι αυτήν.
    Εκείνη η χρόνια, το 1470, ήταν από τις πιο μαύρες που βίωσα στη
  Βενετία. Οι κηδείες ήταν η μια πίσω από την άλλη σε όλη την πόλη.
  Και  οι  πιο  τυχεροί  –αν  μπορεί  κάποιος  να  μιλήσει  για  τύχη–  ήταν
  αυτοί  που  τους  έφεραν  κάποιο  κορμί  να  θάψουν.  Αλλά  ήταν
  ελάχιστοι.  Οι  πιο  πολλοί  θάβαμε  άδεια  φέρετρα  με  αγαπημένα
  αντικείμενα των δικών μας.
    Τώρα πια το μόνο που μου είχε απομείνει ήταν ο γιος μου κι ο
   366   367   368   369   370   371   372   373   374   375   376