Page 377 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 377
τη δραστηριότητα με τους πρόσφυγες. Περισσότερο, θα έλεγα,
επιθυμούσαν να τους στέλνουν στην περιφέρεια της επικράτειας,
κυρίως σε νησιά, όπου πραγματικά υπήρχε ανάγκη να ενισχυθεί ο
τοπικός πληθυσμός. Αυτό κι εμένα δε μου φάνηκε κακή ιδέα. Εννοώ
να υπάρχει ένα μέρος όπου να συγκεντρώνονται οι Ρωμιοί
πρόσφυγες. Έτσι και αυτοί θα αισθάνονταν καλύτερα ανάμεσα σε
ομοίους τους. Αλλά πώς θα μπορούσε αυτό να οργανωθεί και να γίνει
με τον καλύτερο τρόπο για τους Ρωμιούς πρόσφυγες;
Τότε ακριβώς η Θεία Πρόνοια έφερε στο διάβα μου τον
Λαυρέντιο Αντονιόνι από τη Σιένα κι όλα πάλι ανατράπηκαν στη ζωή
μου. Θυμάμαι ένα βράδυ επέστρεφα με τους ανθρώπους μου και τη
φρουρά μου από μια επίσκεψη. Ήταν χειμώνας κι έκανε πολύ κρύο.
Περπατάγαμε βιαστικά και, για να κόψουμε δρόμο ώστε να πάμε
συντομότερα στο μέρος που είχαμε αφήσει τις γόνδολές μας,
μπήκαμε σε μια συνοικία που μάλλον ήταν κακόφημη.
Ξαφνικά, σε μια στροφή, βλέπουμε ένα επεισόδιο ανάμεσα σε δύο
καλοντυμένους κυρίους και πέντ’-έξι άπλυτους αλήτες. Οι δύο
άντρες είχαν τραβήξει τα σπαθιά τους και καλούσαν σε βοήθεια,
προσπαθώντας ταυτόχρονα να αμυνθούν. Έδωσα εντολή στους
δικούς μου να σταματήσουν.
«Κυρά», έσπευσε ένας υπηρέτης μου να μου πει, «δεν είναι δική
μας δουλειά».
«Κυρά, ας πηγαίνουμε… θα τα βγάλουν πέρα μόνοι τους»,
πρόσθεσε και μια υπηρέτρια.
«Μα τι λέτε… οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη μας», είπα σθεναρά.
«Άντρες, πηγαίνετε να βοηθήσετε!» διέταξα.
Αμέσως η φρουρά μου με φωνές, χειρονομίες και τραβηγμένα
σπαθιά ρίχτηκαν πάνω στο σκυλολόι των ληστών. Η μάχη άναψε,
αλλά ήταν εξαιρετικά σύντομη. Ύστερα από δέκα λεπτά οι δικοί μου
είχαν τρέψει σε φυγή τους αλήτες. Ένας δικός μου επέστρεψε και μ’
ενημέρωσε ότι όλα είχαν τελειώσει.
«Και οι άντρες μας;» ρώτησα.
«Έχουμε μερικούς πληγωμένους».
«Οι άλλοι δύο, οι ξένοι;»
«Και αυτοί είναι πληγωμένοι. Τι να κάνουμε;»