Page 379 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 379
στον Σερβόπουλο να τον πληρώσει για τις υπηρεσίες του. Ο γιατρός
έκανε μια υπόκλιση κι έφυγε.
Είχα μείνει μόνη στο δωμάτιο. Οι ερωτήσεις και οι απορίες
άρχισαν να πέφτουν βροχή στο μυαλό μου.
Ευτυχώς που λείπει ο Νικόλαος. Δεν έχω όρεξη για εξηγήσεις,
σκεφτόμουν. Το Πανεπιστήμιο στην Πάντοβα δεν επρόκειτο να
κλείσει πριν από το τέλος του άλλου μήνα. Ελπίζω μέχρι τότε να
έχουν φύγει και τούτοι εδώ. Όχι πως μου πιάνουν το χώρο, αλλά…
δε θα ήθελα να τους βρει εδώ ο μικρός. Πάλι θα αρχίσει εκείνα τα
«χωρίς την άδειά μου» και «πρέπει να ρωτάς κι εμένα»… Λοιπόν ο
μικρός, κυρία μου, μεγάλωσε… πάρ’ το απόφαση. Έχει γίνει αντράκι
και νομίζω ότι δε θα πρέπει να τον υποτιμάς. Είναι σαν τον
συχωρεμένο τον πατέρα του… το ίδιο ξεροκέφαλος.
Αυτά και άλλα πολλά σκεφτόμουν εκείνες τις πρώτες μέρες, μέχρι
που τελικά οι δύο ξένοι συνήλθαν εντελώς. Την τρίτη μέρα
σηκώθηκαν από το κρεβάτι, αν και με δυσκολία, όπως είπε κι ο
γιατρός που ήρθε αρκετές φορές για να τους εξετάσει. Μια μέρα
τρώγαμε μαζί με τον έναν, τον μεγαλύτερο, και κάποια στιγμή του
είπα:
«Αν θέλετε, δε θα είχα την παραμικρή αντίρρηση να σας
φιλοξενήσω, κύριε Αντονιόνι, μέχρι να αναρρώσετε πλήρως. Θα ήταν
χαρά μου».
«Κι εμένα, επίσης. Αλλά… χμ…»
«Τι συμβαίνει, αγαπητέ μου;»
«Θα με υποχρεώνατε, αρχόντισσα, αν με φωνάζατε απλώς
Λαυρέντη. Θα με κάνετε να νιώσω πολύ καλύτερα», μου είπε
ικετευτικά.
«Έστω… Λαυρέντη», είπα χαμογελώντας.
«Και να είσαι σίγουρη, αγαπητή Άννα, ότι όταν έρθει η ώρα, θα
σου το ανταποδώσω κι εγώ και η οικογένειά μου στη Σιένα».
«Επομένως είσαι από τη Σιένα».
«Ναι. Είναι μια εβδομάδα δρόμος με το άλογο. Διαμένω με τους
δικούς μου στην πόλη και πολλές φορές πάμε και στη βίλα μας στην
εξοχή».
«Είπες με τους δικούς σου. Δηλαδή;»