Page 380 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 380
«Ε μα… κάπως πρέπει να γεμίσω το παλάτι μου. Είναι και καμιά
εικοσαριά υπηρέτες που μας φροντίζουν… καταλαβαίνεις».
«Μα… συγγνώμη κιόλας, αλλά δεν παντρεύτηκες;»
«Βέβαια… αλλά ήμουν άτυχος. Η γυναίκα μου, η Εριέττα, Θεός
σχωρέσ’ την, απεβίωσε πριν από πέντε χρόνια. Ήταν… ο άγγελός
μου».
Σταμάτησε να τρώει και το βλέμμα του καρφώθηκε έξω από το
παράθυρο.
«Την αγαπούσες τόσο πολύ;» τον ρώτησα και του έπιασα το χέρι
με συμπόνια.
Δε χρειάστηκε να απαντήσει για να καταλάβω. Είδα δυο δάκρυα
να κυλούν από τα μάτια του.
«Συγχώρα με…» του είπα.
«Ω, μα δεν πειράζει, Άννα. Ήταν θέλημα Θεού. Αλλά εσύ;
Εννοώ… μόνη σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι! Περίεργο».
«Περίεργο; Γιατί το λες αυτό».
«Μα… είσαι μια πανέμορφη γυναίκα και θα… Αλήθεια, ο σύζυγός
σου;»
Του εξήγησα σύντομα τι είχε γίνει με τον Μαρίνο. Δεν του είπα
με λεπτομέρειες ποια ήμουν κι από πού κράταγε η σκούφια μου.
Ήταν ακόμη νωρίς και δεν ήθελα να τον κάνω να πιστέψει κάτι λάθος
για μένα. Λοιπόν του είπα μόνο τα απαραίτητα και για το γιο μου.
«Ξέρεις, έχω μια καλή ιδέα…» είπε.
«Ακούω».
«Καταρχήν είμαι υπόχρεος απέναντί σου…»
«Μα δε χρειάζεται να με ευχαριστείς, Λαυρέντη μου», τον
διέκοψα αμέσως.
«Όχι… άφησέ με να το πω. Το έχω τόση ανάγκη».
«Τι θα ’λεγες να το συζητήσουμε παίρνοντας το γλυκό μας στο
σαλόνι;»
Δεν είχε αντίρρηση. Είχαμε ολοκληρώσει το γεύμα μας και λίγο
αργότερα μας σερβίρισαν το γλυκό. Ο Λαυρέντιος με ευχαρίστησε και
με προσκάλεσε στη Σιένα. Στη συνέχεια είπαμε πολλά και διάφορα
εκείνο το όμορφο απόγευμα.
Οι μέρες πέρναγαν ήσυχα και ήρεμα και μπορώ να πω ότι κι εγώ