Page 382 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 382
τίτλους μου. Μπορώ να πω ότι έμεινα πολύ ευχαριστημένη από την
οικογένειά του. Στο παλάτι του, εκτός από τους γέροντες γονείς του,
γνώρισα την αδελφή του, τον άντρα της και τα δυο τους παιδιά.
Ακριβώς εκείνη την περίοδο στη Σιένα μου γεννήθηκε η πιο
καταπληκτική ιδέα που είχα ποτέ και σχετιζόταν άμεσα με το λαό
μου, τους Ρωμιούς. Η υπόθεση έχει ως εξής: Μια μέρα είχαμε βγει οι
δυο μας βόλτα με τα άλογα. Συζητούσαμε διάφορα και ξαφνικά
φτάσαμε σ’ έναν τόπο σχετικά κοντά στη θάλασσα. Σταματήσαμε και
κοιτάζαμε από το ύψωμα, μάλιστα μυρίζαμε ακόμα και τον
θαλασσινό αέρα που ερχόταν από μακριά.
«Εδώ είναι η Μαρέμα», μου λέει ο Λαυρέντιος. «Δεν είναι
όμορφα; Κοίταξε εκεί κάτω τη θάλασσα. Δεν είναι ούτε δυο ώρες
δρόμο».
Αλλά εγώ είχα καρφώσει το βλέμμα μου στον μικρό λόφο που
ήταν πίσω από την πλάτη μας και δεν τον παρακολουθούσα. Κοίταζα
το θέαμα άφωνη.
«Τι συμβαίνει;» μου λέει.
«Το κάστρο», είπα και του έδειξα προς εκείνο το σημείο.
«Α ναι… Είναι το φρούριο Μόντι Ακούτο. Χρόνια έρημο… και,
όπως βλέπεις, καταρρέει», είπε και μου φάνηκε ξαφνικά
στενοχωρημένος.
«Γιατί δεν το φτιάχνετε;»
«Θέλει πολύ χρήμα. Και το κυριότερο, λείπουν οι άνθρωποι».
«Δεν καταλαβαίνω», είπα.
«Δεν υπάρχουν άνθρωποι που να θέλουν να μείνουν στην περιοχή.
Η Σιένα δεν είναι μεγάλη σαν τη Βενετία και δεν έχει πάρα πολλούς
κατοίκους. Ποιος νομίζεις θα άφηνε το καλό του το σπίτι…»
«Αγρότες δεν έχετε;» ρώτησα απορημένη.
«Ελάχιστους. Ζούμε κυρίως από το εμπόριο».
«Α μάλιστα», είπα έχοντας καταλάβει τι γινόταν.
«Σου λέω, παρακαλάμε να έρθουν από άλλα μέρη της Ιταλίας.
Δίνουμε προνόμια, γη δωρεάν και άλλα… και άλλα πολλά».
«Και δεν έρχονται;»
«Ελάχιστοι μέχρι σήμερα…»
Κι ενώ εκείνος συνέχισε να μου μιλάει γι’ αυτό το θέμα, εγώ