Page 383 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 383

κοιτούσα το κάστρο και ξαφνικά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα
  μάτια μου.
    «Μα δεν καταλαβαίνω, τι έχεις τώρα;» με ρώτησε παραξενεμένος.
    «Κάτι μου θύμισε…»
    «Από περασμένα χρόνια;»
    «Ναι»,  του  είπα.  «Τον  Μυστρά,  την  πατρίδα  μου.  Έτσι
  ερειπωμένο… μοιάζει με τα δικά μας κάστρα».
    «Θες να ανεβούμε;» μου πρότεινε.
    Φυσικά και δέχτηκα. Μια ώρα αργότερα βρισκόμασταν μέσα στο
  κάστρο  κι  από  κάτω  βλέπαμε  την  πεδιάδα.  Ήταν…  πώς  να  σας  το
  πω… νόμιζα ότι έβλεπα μπροστά μου την πεδιάδα του Μυστρά!
    «Συγγνώμη που σε στενοχώρησα, Άννα μου. Το ξέρεις ότι δεν το
  ήθελα».
    «Μα  τι  λες,  καλέ  μου»,  είπα  και  τον  αγκάλιασα.  «Αυτές  είναι
  αναμνήσεις ζωής».
    Εκείνη τη στιγμή τον φίλησα πρώτη φορά από τότε που ήμασταν
  μαζί.  Ναι,  το  ομολογώ,  ο  Λαυρέντιος  Αντονιόνι  ήταν  ο  τρίτος,  και
  τελευταίος, άντρας στη ζωή μου που με είχε συγκινήσει. Και την ίδια
  νύχτα ενωθήκαμε στο κρεβάτι. Ήταν πολύ καλός και τρυφερός μαζί
  μου.  Και  πάντα  μου  συμπεριφερόταν  με  ευγένεια,  όπως  άρμοζε  σε
  ανθρώπους σαν κι εμάς. Αν τον είχα γνωρίσει πιο νωρίς, ίσως… Δεν
  ξέρω…
    Έτσι,  μετά  την  επίσκεψή  μας  στο  κάστρο,  μου  γεννήθηκε  μια
  καταπληκτική ιδέα και ήθελα να τη μοιραστώ μαζί του, να μου πει κι
  αυτός τη γνώμη του. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή που τσιμπολογούσαμε
  στο κρεβάτι, άνοιξα την κουβέντα:
    «Τι θα έλεγες αν φέρναμε Ρωμιούς στο κάστρο στη Μαρέμα;»
    «Τι εννοείς;» με ρώτησε και με κοίταξε απολύτως σοβαρός.
    «Μου  είπες  ότι  αν  και  ο  τόπος  είναι  παραγωγικός,  δε  βρίσκεις
  ανθρώπους να τον καλλιεργήσουν. Έτσι;»
    «Ναι.  Κι  ότι  χρειαζόμαστε  αγρότες  για  να  αβγατίσουμε  την
  παραγωγή μας…»
    «Λοιπόν,  τι  θα  έλεγες  αν  εγώ  έφερνα…  Μα  για  πες  μου,
  πραγματικά θέλετε να φέρετε ανθρώπους εδώ;»
    «Και πέντε και δέκα χιλιάδες αν έρχονταν, δε θα λέγαμε όχι».
   378   379   380   381   382   383   384   385   386   387   388