Page 388 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 388
στο σπίτι μου. Η συνάντηση που είχε ο Λαυρέντιος με το γιο μου δεν
πήγε καθόλου καλά, γιατί έκανε το λάθος και τον αποκάλεσε «γιε
μου». Έγινε ανάστα ο Κύριος, που λέμε. Ο Νικόλαος μίλησε άσχημα
στον Λαυρέντιο… βλέπετε, ήταν αράθυμος ο γιος μου.
Ο κακομοίρης ο Λαυρέντιος δεν είπε λέξη. Ήταν μειλίχιος και
ήρεμος, άκακο αρνί σας λέω, και σεβόταν πολύ το σπίτι που τον
φιλοξενούσε. Μου εξομολογήθηκε μετά ότι δεν ήθελε με τίποτα να
συμβεί αυτό κι ότι είχε αποφασίσει να πάει να μείνει σε ξενοδοχείο.
Προφανώς και δεν τον άφησα. Τον κράτησα εδώ με χίλια ζόρια.
Προσπάθησα να συμβιβάσω τα πράγματα και τελικά τα κατάφερα –
νομίζω, δηλαδή, σε κάποιο βαθμό. Άσε που μέσα στο τεράστιο σπίτι
μου υπήρχε η πιθανότητα να μη συναντηθούν ποτέ οι δυο τους.
Βλεπόμασταν όλοι μαζί, πάντα με συγγενείς και φίλους και μόνο
κατά τη διάρκεια του φαγητού, αν και, ακόμα κι έτσι, οι δυο τους
δεν αντάλλασσαν ούτε μια κουβέντα. Δυστυχώς αυτό το
ψυχροπολεμικό κλίμα ανάμεσα στους δυο αγαπημένους μου είχε τη
χειρότερη κατάληξη. Μια μέρα ο γιος μου με πήρε στο σαλόνι και
μου ανακοίνωσε τις τελεσίδικες αποφάσεις του.
«Μάνα, έχω κανονίσει να φύγω με καράβι», είπε.
Μόνο που δε μου ήρθε κόλπος.
«Έχεις κανονίσει; Πώς; Με ρώτησες; Ακόμη δεν είσαι ούτε…
μόλις που πέρασες τα είκοσι και μου λες ότι έχεις κανονίσει;»
Είπα… είπα… για να τον μεταπείσω… κι εγώ δε θυμάμαι τι. Με
άλλα λόγια, έκανα τα πράγματα όσο χειρότερα μπορούσα! Γιατί όταν,
αντί να συμβουλεύεις τη νιότη που είναι έτοιμη να πετάξει, εσύ
προσπαθείς να τη φυλακίσεις, τρόπον τινά, είναι σαν να πασχίζεις να
σταματήσεις με τις χούφτες σου ένα ποτάμι που τρέχει ορμητικό.
Γίνεται; Μάλλον όχι.
«Φεύγω για να μη βλέπω αυτόν το… το γέρο που μου
κουβάλησες!»
«Σε παρακαλώ να προσέχεις τα λόγια σου!» είπα τώρα
νευριασμένη. «Είναι άρχοντας από τη Σιένα», υπερασπίστηκα τον
Λαυρέντιο.
«Δεν είναι όμως ο πατέρας μου! Τ’ ακούς; Ποτέ δε θα γίνει!» μου
φώναξε.