Page 410 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 410
πανάθεμά την!
Λοιπόν το πράγμα έγινε ως εξής: Μια μέρα –καλοκαίρι του 1500
ήταν και είχε ξεκινήσει από τον προηγούμενο χρόνο ο δεύτερος
πόλεμος που κάνανε οι Βενετοί με τους Τούρκους– ο γιος μου
λαμβάνει σήμα από το Συμβούλιο της Βενετίας να φορτώσει όλα τα
πλοία του με τρόφιμα και πολεμοφόδια και να τα πάει στη Μεθώνη,
η οποία ήταν υπό τουρκική πολιορκία. Ο Νικόλας μου, χωρίς να το
σκεφτεί καλά, δέχτηκε κι ύστερα ήρθε και μου το είπε.
Εγώ τρελάθηκα από την αγωνία μου. Έχασα τη γη κάτω από τα
πόδια μου. Θυμήθηκα πώς έχασα τον έρμο τον άντρα μου, τον
Μαρίνο Κονταρίνι, στη Χαλκίδα. Ακριβώς έτσι ήταν, σε παρόμοια
αποστολή, το 1470.
«Δε με ενδιαφέρει. Η πατρίδα με κάλεσε!» απάντησε αυστηρά
όταν του το είπα.
«Μα πάλι εσένα, Νικόλα μου; Εσύ δεν πήγες στο Ναύπλιο και
στην Κρήτη πριν από λίγο καιρό;» του είπα με δάκρυα στα μάτια.
Έτσι ήταν. Ο Νικόλας μου, ποτέ δεν έλεγε όχι σε αποστολές της
Βενετίας.
«Θα είναι κι άλλοι. Και εξάλλου δεν είναι και τόσο επικίνδυνα. Θα
έχουμε και πολεμικά, γαλέρες…»
Απ’ τα μάτια μου τρέχανε δάκρυα συνεχώς. Γιατί τώρα ήταν σαν
είχα μπροστά μου και να άκουγα τον Μαρίνο μου. Τα ίδια ακριβώς
μου έλεγε κι εκείνος το 1470. Τα ίδια ακριβώς!
«Μην κάνεις έτσι, μάνα! Θα τα καταφέρουμε», μου είπε με
ενθουσιασμό.
«Η στάμνα, γιε μου, πολλές φορές πάει για νερό, αλλά μια φορά
δεν επιστρέφει».
«Τι πάει να πει αυτό;» ρώτησε κοιτάζοντάς με απορημένος.
«Ότι κάποια στιγμή θα την πάθεις με τις κουτουράδες σου», του
είπα.
«Όχου, ρε μάνα! Μη με γλωσσοτρώς! Έχουμε πόλεμο κι όλοι
λίγο-πολύ οι πλοιοκτήτες κάνουμε κάτι. Δεν μπορεί εγώ, ο γιος της
τελευταίας αυτοκράτειρας τους Βυζαντίου, να φανώ δειλός!»
«Δεν είπα αυτό. Αλλά πια… αρκετά δεν έχεις κάνει;»
Είπαμε πολλά, αλλά ήταν αγύριστο κεφάλι. Την επομένη θα